Τετάρτη 9 Μαρτίου 2022

Ana María Shua- Αέρας και κάρβουνο

 



. . . καθυστερημένο . . . αλλά αφιερωμένο εξαιρετικά . . . από εδώ

Ana María Shua- Αέρας και κάρβουνο

Ο παππούς Σάλο έχει σημαντικά κίνητρα,  για να θυμάται την άφιξη της ορχήστρας του Λεοπόλδο Στοκόβσκι στην Αργεντινή.

-          Ήταν περίπου το σαράντα – λέει -. ο Στοκόβσκι ήταν διάσημος, κυρίως ως διευθυντής της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Φιλαδέλφειας, αλλά ήρθε στην Αργεντινή με μια νεανική ορχήστρα. Όμως στο Μπουένος Άιρες αποτελούσε, ούτως ή άλλως ένα γεγονός. Και για τη οικογένεια μου, ήταν κάτι ακόμα περισσότερο. Γιατί ένας από τους βιολιστές της ορχήστρας του Στοκόβσκι, ήταν μακρινός συγγενής της μαμάς μου, ένα Πολωνός από το ίδιο χωριό, που είχε μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως ακριβώς η μαμά μου είχε μεταναστεύσει στην Αργεντινή. Λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος ήθελε να γνωρίσει το αργεντίνικο σόι του. Φανταστείτε τη συγκίνηση, όταν τηλεφώνησε στο σπίτι, το πρώτο βιολί του Στοκόβσκι.

-          Και ήρθε ποτέ επίσκεψη;

-          Φυσικά! Ταξίδευε με την γυναίκα του, που ήταν επίσης βιολίστρια κι έτσι τη έφερε μαζί του. Καλέσαμε και την θεία μου, την αδελφή της μαμάς μου. Ήταν ένα αξιομνημόνευτο δείπνο. Το πιο απίστευτο απ’ όλα δεν ήταν ότι μας προσκάλεσαν στο Κολόν, για να ακούσουμε την ορχήστρα του Στοκόβσκι, ούτε οι παράξενες συνήθειες που είχε αυτό το ζευγάρι, και κυρίως η γυναίκα, που είχε γεννηθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, την άλλη Αμερική, την αληθινή. Όλα μας κέντριζαν την προσοχή. Ο τρόπος που άλλαζε χέρι στο πιρούνι, αφού έκοβε το κρέας, γιατί οι γιάνκηδες χειρίζονται το πιρούνι με το δεξί χέρι. Τα ρούχα, το χτένισμα . . . αλλά αυτό που μας άφησε με το στόμα ορθάνοιχτο, ήταν το καλσόν, που φορούσε η γυναίκα του βιολιστή. Καλσόν νάιλον! Ποτέ δεν είχαμε δει κάτι παρόμοιο στη Αργεντινή.

-          Και τι χρησιμοποιούσαν οι κομψές κυρίες;

-          Εδώ χρησιμοποιούσαν ακόμη καλσόν από μετάξι, που ήταν ακριβά και σχιζόντουσαν και έπεφταν με το παραμικρό. Ήταν ένα θεμελιώδες ζήτημα για τις γυναίκες εκείνη την εποχή, και κυρίως γι’ αυτές που δεν είχαν πολλά χρήματα. Φυσικά, υπήρχαν επίσης, οι μακριές κάλτσες από βαμβάκι, γενικώς στο χρώμα του δέρματος, αλλά ήταν πολύ άσχημες. Οι πολύ νέες κοπέλες, μερικές φορές, ζωγράφιζαν μια ραφή επάνω στο δέρμα, με ένα καρβουνάκι, από τον μηρό ως την φτέρνα, για να δίνουν την εντύπωση, ότι είχαν φορεμένο ένα καλσόν. Το να βγει κανείς χωρίς καλσόν, ούτε να το σκεφτείς, μια τρέλα· μια γυναίκα, στα συγκαλά της, ποτέ δεν θα έκανε κάτι τέτοιο. Ήταν τόσο τρελό, όσο να βγει ένας άντρας, χωρίς καπέλο: ξεσκέπαστος, λεγόταν, και ήταν σχεδόν σαν να βγει ξυπόλητος. Σκέψου, ότι ο Roberto Arlt πέθανε προσπαθώντας να εφεύρει καλσόν λαστιχένιο που να διαρκεί. Τα συνηθισμένα καλσόν από μετάξι, όπως αργότερα αυτά από νάιλον, τα επιδιόρθωναν με μια μηχανή μανταρίσματος, που έπιανε τους πόντους. Αλλά δεν γινόντουσαν τέλεια, η επιδιόρθωση φαινόταν. Αχ, αυτά τα καλσόν από μετάξι, γεμάτα ουλές μετά την μάχη!

-          Λοιπόν, ποτέ δεν είχατε δει καλσόν, σαν κι αυτά . . .

-          Ποτέ. Τα καλσόν που φορούσε η γυναίκα του βιολιστή ήταν πιο γερά και επίσης πιο διάφανα. Η κυρία έκανε μερικές επιδείξεις, που μας άφησαν με ανοιχτό το στόμα. Όλοι θέλαμε να αγγίξουμε αυτό το ακατανόητο υλικό. Εγώ ήμουν μικρός κι ήμουν τόσο έκπληκτος, όσο οι υπόλοιποι. Τι ήταν αυτή η παράξενη ίνα, που δεν έβγαινε από κανένα φυτό, που δεν είχε στην ύφανση καμιά ζάρα; Η μαμά μου και η θεία μου κοιτούσαν τα καλσόν με τόσο θαυμασμό, ονειροφαντασία και επιθυμία, που η γυναίκα του βιολιστή αποφάσισε να τους δωρίσει από ένα ζευγάρι στην κάθε μια. Πριν φύγει από την Αργεντινή πέρασε από το σπίτι και μας άφησε δυο πακετάκια, με τον παράξενο θησαυρό. Τότε μπορέσαμε να τις αγγίξουμε, να τις τεντώσουμε, να τις κοιτάξουμε στο φως, με απέραντη προσοχή. «Αλλά, από τι είναι φτιαγμένες;», ρώτησα τον μπαμπά μου. Εκείνος, με κοίταξε πολύ σοβαρός και είπε: «Είναι φτιαγμένες από αέρα και κάρβουνο».

-          Κι από τότε, κάθε φορά που έρχεται  μπροστά σε κάτι καινούργιο, κάποια προχωρημένη τεχνολογία, μια κατάσταση που δεν καταλαβαίνει, ένα μυστήριο της φύσης, αντί να πει, όπως όλοι οι Αργεντινοί, «αυτά είναι πράγματα του διαβόλου», ο παππούς λέει: «Αέρας και κάρβουνο!»

Historias verdaderas 2004

Aire y carbón. Ana María Shua.

El abuelo Salo tiene buenos motivos para recordar la llegada de la orquesta de Leopoldo Stokovski a la Argentina.

—Fue hacia el año cuarenta —dice—. Stokovski era famoso sobre todo por ser el director de la Orquesta Filarmónica de Filadelfia, pero vino a la Argentina con una orquesta juvenil. En Buenos Aires igual fue todo un acontecimiento. Y para mi familia, fue más especial todavía. Porque uno de los violinistas de Stokovski era un pariente lejano de mi mamá, un polaco del mismo pueblo, que había emigrado a Estados Unidos, tal como mi mamá emigró a la Argentina. Bueno, este hombre quiso conocer a su familia argentina. Imagínate la emoción cuando llamó a casa ¡el primer violinista de Stokovski!

—¿Y fue nomás de visita?

—¡Por supuesto! Viajaba con su mujer, que también era violinista, de modo que la trajo. Invitamos a mi tía, la hermana de mi mamá. Fue una cena memorable. Lo más increíble de todo no fue que nos invitaran al Colón a escuchar la orquesta de Stokovski, ni las costumbres extrañas que traía esta pareja, sobre todo la mujer, nacida en Estados Unidos, la otra América, la de verdad. Todo nos llamaba la atención. La forma en que cambiaba de mano el tenedor después de cortar la carne, porque los yanquis manejan el tenedor con la mano derecha. La ropa, el peinado... Pero lo que nos dejó boquiabiertos fueron las medias que traía puestas la mujer del violinista. ¡Medias de nailon! Jamás se había visto semejante cosa en la Argentina.

—¿Y qué usaban las señoras elegantes?

—Aquí se usaban todavía medias de seda, que eran carísimas y se rompían y se corrían de nada. Era un tema fundamental para las mujeres de la época, sobre todo para las que no tenían mucho dinero. Claro, también existían las medias largas de algodón, generalmente de color carne, pero eran muy feas. Las chicas muy jóvenes, a veces, se dibujaban una costura sobre la piel, con carbonilla, desde el muslo hasta el talón, para dar la impresión de que tenían puesta una media. Salir sin medias era impensable, una locura; una mujer decente en sus cabales no hacía una cosa así. Era tan loco como que un hombre saliera a la calle sin sombrero: "en cabeza", se decía, y era casi como salir descalzo. Pensá que Roberto Arlt murió tratando de inventar unas medias engomadas de larga duración. Las medias de seda corridas, igual que pasó después con las de nailon, se llevaban a arreglar, con una maquinita zurcidora se levantaban los puntos. Pero no quedaban perfectas, el arreglo se notaba. ¡Ah, esas pobres medias de seda llenas de cicatrices de batalla!

—Así que nunca habían visto medias como ésas...

—Nunca. Las medias de nailon que tenía puestas la mujer del violinista eran más fuertes y también más transparentes. La señora hizo un par de demostraciones que nos dejaron con la boca abierta. Todos hubiéramos querido tocar ese material incomprensible. Yo era chico y estaba tan asombrado como los demás. ¿Qué era esa fibra extraña que no salía de ninguna planta, que no tejía ninguna oruga? Mi mamá y mi tía miraban las medias con tanta admiración, ilusión y deseo que la mujer del violinista decidió regalarles un par a cada una. Antes de irse de la Argentina pasó por casa y nos dejó dos paquetitos con el extraño tesoro. Entonces sí pudimos tocarlas, estirarlas, mirarlas al trasluz, con infinito cuidado. "Pero, ¿de qué están hechas?" le pregunté a mi papá. Él me miró muy serio y me dijo: "Están hechas de aire y carbón".

Y desde entonces cada vez que se encuentra con algo nuevo, un adelanto tecnológico, una situación que no comprende, un misterio de la naturaleza, en lugar de decir como todos los argentinos "Cosa'e mandinga", el abuelo Salo dice así: "¡Aire y carbón!"

Σάββατο 5 Μαρτίου 2022

Ernesto Ortega-Η κοπέλα με το καροτσάκι

 


. . . προσωπικές οπτασίες . . . από εδώ

Ernesto Ortega-Η κοπέλα με το καροτσάκι

Είχε τα μαλλιά πιο κοντά, αλλά έμοιαζε τόσο σε μένα, που μέχρι και η μητέρα μου θα μπορούσε να μας μπερδέψει. Καθόμουν και την παρατηρούσα εδώ και λίγη ώρα. Κρατούσε ένα καροτσάκι με ένα παιδί και περίμενε κάποιον, γιατί δεν σταματούσε να κοιτάζει το ρολόι κάθε λεπτό, σαν να χρειαζόταν να επιβεβαιώνει, ότι κυλά ο χρόνος. Πρακτικά, ήμασταν ολόιδιες. Πρόσεξα, ότι έτρωγα τα νύχια μου. Όταν γίνομαι νευρική, δεν μπορώ να το αποφύγω. Είναι μια εμμονή, που έχω από μικρή. Τότε ήρθε αυτός. Τον αναγνώρισα αμέσως, παρόλο που είχαν περάσει περισσότερο από πέντε χρόνια από την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε. Ήταν πιο χοντρός και είχε μούσι, αλλά ακόμα διατηρούσε το ίδιο χαμόγελο και το ίδιο βλέμμα, που με έκανε να τον ερωτευτώ. Της έδωσε ένα φιλί και μετά έσκυψε επάνω από το καροτσάκι και έκανε κουπεπέ στο μωρό. Ήθελα να τους πλησιάσω και να τους ρωτήσω τόσα πράγματα. Να μάθω, αν είχε καταφέρει να τελειώσει την Νομική κι αν σηκωνόταν κάθε πρωί για τρέξιμο. Να του ζητήσω συγγνώμη. Να μάθω, αν εκείνη συνέχιζε να του βάζει τρεις κουταλιές ζάχαρη στον καφέ κι αν τελικά κατάφερε να σταματήσει να τρώει τα νύχια της. Να ανακαλύψω, αν είχαν σκύλο ή αν είχαν εκπληρώσει το όνειρο τους, να ταξιδέψουν στην Αυστραλία. Θα μου άρεσε να πάρω αγκαλιά το παιδί. Τι όνομα να του είχαν δώσει; Λουίς, όπως εκείνον; Σε ποιον από τους δυο να έμοιαζε; Να είχε τα μάτια τους; Να είχε κληρονομήσει την μύτη μου; Αλλά δεν τόλμησα. Στον πιο κάτω δρόμο, είδα την ζωή μου να απομακρύνεται.

 

La chica del carrito. Ernesto Ortega.

Tenía el pelo más corto, pero se parecía tanto a mí que hasta mi madre nos hubiese confundido. Llevaba un tiempo observándola. Sujetaba el carrito de un niño y esperaba a alguien, porque no paraba de mirar el reloj cada minuto, como si necesitase comprobar que transcurría el tiempo. Éramos prácticamente idénticas. Me di cuenta de que me estaba mordiendo las uñas. Cuando me pongo nerviosa, no puedo evitarlo. Es una manía que tengo desde niña. Entonces, llegó él. Lo reconocí enseguida, aunque habían pasado más de cinco años desde la última vez que nos habíamos visto. Estaba más gordo y llevaba barba, pero todavía conservaba la misma sonrisa y la misma mirada que habían hecho que me enamorase de él. Le dio un beso y luego se inclinó sobre el carrito y le hizo carantoñas al bebé. Hubiese querido acercarme a ellos y preguntarles tantas cosas. Averiguar si él había conseguido acabar Derecho o si continuaba levantándose cada mañana para correr. Pedirle perdón. Saber si ella le seguía poniendo tres cucharadas de azúcar al café o si había dejado, por fin, de morderse las uñas. Descubrir si tenían un perro o si habían cumplido su sueño de viajar a Australia. Me habría gustado coger al niño en brazos. ¿Qué nombre le habrían puesto? ¿Luis, como él? ¿A quién de los dos se parecería? ¿Tendría sus ojos? ¿Habría heredado mi nariz? Pero no me atreví. Calle abajo, vi alejarse mi otra vida.