Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2022

Ciro Alegría-Το πλοίο φάντασμα

 

Art by https://www.deviantart.com/fantasyart0102


... από εδώ

Ciro Alegría-Το πλοίο φάντασμα

Στα αργά ποτάμια της Αμαζονίας ταξιδεύει ένα πλοίο φάντασμα, έχει μυστηριώδη σκιά, αφού πάντα συναντιέται νύχτα. Είναι παράξενα φωτισμένο από κόκκινα φώτα, σαν να υπάρχει μια πυρκαγιά στο εσωτερικό του. Είναι παράξενα αρματωμένο με τραπέζια, που στην πραγματικότητα είναι τεράστιες χελώνες και με αιώρες, που είναι μεγάλες ανακόντες, με λέμβους που είναι γιγαντιαίοι αλιγάτορες. Το πλήρωμα είναι ροζ, ποταμίσια κήτη, μεταμορφωμένα σε ανθρώπους. Αυτά τα παχύδερμα ψάρια, που τα λένε και δελφίνια, κανείς δεν τα ψαρεύει και πόσο μάλλον δεν τα τρώει. Στην Ευρώπη, το δελφίνι είναι βασιλικό πιάτο, Στην ζούγκλα του Αμαζονίου, μπορεί κανείς να τα δει να κολυμπούν στην σειρά, κατά δεκάδες, σε ποτάμια και λίμνες, να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται, το ένα πίσω από το άλλο, τόσο ευχάριστα και ρυθμικά, δίπλα στα κανό των ψαράδων. Κανένας δεν διανοείται να καμακώσει δελφίνι, γιατί θεωρείται μαγικό ον. Τις νύχτες μετατρέπονται σε άντρες και στην πόλη Ίκιτος (*), συχνάζουν καμιά φορά στους χορούς, κορτάροντας και αγαπώντας τις όμορφες. Λένε για την περίπτωση μιας κοπέλας, που γλεντούσε ως την αυγή με την γοητεία του και είδε με τρόμο να μεταμορφώνεται σε δελφίνι. Μπορούσε να συμβεί επίσης και το ίδιο το κήτος, να το προσελκύσει μια ομορφούλα, έως του σημείου να ξεχάσει την κατάσταση του. Συνήθως, αυτοί οι επισκέπτες φεύγουν από τις παρέες, πριν χαράξει η αυγή. Είναι γνωστή αυτή η ιδιαιτερότητα τους, γιατί πολλοί τους ακολούθησαν  και είδαν ότι αντί να πάνε σε κάποιο σπίτι, πηγαίνουν στο ποτάμι και μπαίνουν στα νερά, ανακτώντας την ψαρίσια μορφή τους.

Το πλοίο φάντασμα, λοιπόν, έχει για πλήρωμα δελφίνια. Ένας ινδιάνος από τα υψίπεδα του Ουκαγιάλι (**), είδε το μυστηριώδες πλοίο, πριν λίγο καιρό, σύμφωνα με όσα διηγούνται στην Πουκάλπα (***)και στα περίχωρα. Συνέβη, ο συγκεκριμένος ινδιάνος, που ανήκει στην φυλή των Σιπίμπο (****), να διασχίζει το ποτάμι, με ένα κανό φορτωμένο μπανάνες, όταν σκοτείνιασε. Στην μέση του ποταμού, διέκρινε ένα μικρό πλοίο, που του φάνηκε να είναι ένα από αυτά που ταξιδεύουν σ’ αυτά τα νερά. Τον φώναξαν από το ποτάμι, προτείνοντας του, να αγοράσουν τις μπανάνες και καθώς προσέφεραν καλή τιμή, πούλησε όλο το φορτίο. Το καράβι ήταν πλακουτσωτό, ο ινδιάνος αρκέστηκε να δώσει τα τσαμπιά και ούτε που υποπτεύθηκε, τι είδους πλεούμενο ήταν. Αλλά πριν καλά-καλά απομακρυνθεί λιγάκι με το κανό του, άκουσε να βγαίνει από το εσωτερικό του πλοίου ένας μεγάλος θόρυβος και μετά είδε, με τρόμο, ολόκληρο το σκαρί να γέρνει μπροστά και να βυθίζεται, φωτίζοντας από τα μέσα τα νερά, με τέτοιο τρόπο, που άφησε ένα κοκκινωπό ίχνος για κάποιες στιγμές, μέχρι που ολόκληρο αναμίχθηκε με την βαθιά σκοτεινιά. Αν ήταν ένα πλοίο σαν και τ’ άλλα, οι ναύτες θα είχαν πέσει στο νερό, προσπαθώντας να σωθούν από τον πνιγμό. Κανένας δεν το έκανε. Ήταν ένα πλοίο φάντασμα.

Ο ινδιάνος Σιπίμπο, κωπηλατώντας με όλη του την δύναμη, έφτασε στην όχθη του ποταμού κι εκεί πήγε κατ’ ευθείαν στην καλύβα του, και χώθηκε κάτω από την τέντα. Για τις μπανάνες, του είχαν δώσει χαρτονομίσματα και κέρματα. Την επόμενη μέρα, είδε τα αποτελέσματα της μαγείας. Τα χαρτονομίσματα ήταν κομμάτια από δέρμα ανακόντα και τα κέρματα ήταν λέπια ψαριού. Η άφιξη της νύχτας, θα του έφερνε ακόμα μια έκπληξη. Τα χαρτονομίσματα και τα ασημένια κέρματα πήραν ξανά την μορφή τους. Έτσι λοιπόν, ο Σιπίμπο, χαλούσε στα μπαρ και στα καπηλειά της Πουκάλπα, συνεχόμενα τις νύχτες, το μαγικό χρήμα, που προερχόταν από το πλοίο φάντασμα.

Βγαίνει το καράβι, από τους πιο αχανείς βυθούς, από έναν κόσμο κάτω από το νερό, όπου υπάρχουν πόλεις, κόσμος, μια ζωή ίδια, όπως αυτή που λαμβάνει χώρα στο φως του ήλιου. Μόνο που αυτή είναι μια μαγεμένη ύπαρξη. Στην σιωπή της νύχτας, στήνοντας αυτί, μπορεί κανείς να ακούσει κάτι να ηχεί στο βάθος των νερών, κάτι σαν φωνές, κραυγές, καμπάνες…

(*) Μητρόπολη στον Περουβιανό Αμαζόνιο, ανατολικά των Άνδεων.

(**) Τμήμα της ενδοχώρας του Περού που παίρνει το όνομα του από τον παραπόταμο του Αμαζόνιου.

(***) Πόλη στις όχθες του ποταμού Ουκαγιάλι.

(****) Φυλή ιθαγενών που ζουν κατά μήκος του ποταμού Ουκαγιάλι.

 

Ciro Alegría- El barco fantasma

Por los lentos ríos amazónicos navega un barco fantasma, en misteriosos tratos con la sombra, pues siempre se lo ha encontrado de noche. Está extrañamente iluminado por luces rojas, tal si en su interior hubiese un incendio. Está extrañamente equipado de mesas que son en realidad enormes tortugas, de hamacas que son grandes anacondas, de bateles que son caimanes gigantescos. Sus tripulantes son bufeos vueltos hombres. A tales peces obesos, llamados también delfines, nadie los pesca y menos los come. En Europa, el delfín es plato de reyes. En la selva amazónica, se los puede ver nadar en fila, por decenas, en ríos y lagunas, apareciendo y desapareciendo uno tras otro, tan rítmica como plácidamente, junto a las canoas de los pescadores. Ninguno osaría arponear a un bufeo, porque es pez mágico. De noche vuélvese hombre y en la ciudad de Iquitos ha concurrido alguna vez a los bailes, requebrando y enamorando a las hermosas. Dióse el caso de que una muchacha, entretenida hasta la madrugada por su galán, vio con pavor que se convertía en bufeo. Pudo ocurrir también que el pez mismo fuera atraído por la hermosa hasta el punto en que se olvidó su condición. Corrientemente, esos visitantes suelen irse de las reuniones antes de que raye el alba. Sábese de su peculiaridad porque muchos los han seguido y vieron que, en vez de llegar a casa alguna, fuéronse al río y entraron a las aguas, recobrando su forma de peces.

El barco fantasma está, pues, tripulado por bufeos. Un indio del alto Ucayali vio a la misteriosa nave no hace mucho, según cuentan en Pucallpa y sus contornos. Sucedió que tal indígena, perteneciente a la tribu de los shipibos, estaba cruzando el río en una canoa cargada de plátanos, ya oscurecido. A medio río distinguió un pequeño barco que le pareció ser de los que acostumbradamente navegan por esas aguas. Llamáronlo desde el barco a voces, ofreciéndole compra de los plátanos y como le daban buen precio, vendió todo el cargamento. El barco era chato, el shipibo limitóse a alcanzar los racimos y ni sospechó qué clase de nave era. Pero no bien había alejado a su canoa unas brazas, oyó que del interior del barco salía un gran rumor y luego vio con espanto que la armazón entera se inclinaba hacia delante y hundía, iluminando desde dentro las aguas, de modo que dejó una estela rojiza unos instantes, hasta que todo se confundió con la sombría profundidad. De ser barco igual que todos, los tripulantes se habrían arrojado al agua, tratando de salvarse del hundimiento. Ninguno lo hizo. Era el barco fantasma.

El indio shipibo, bogando a todo remo, llegó a la orilla del río y allí se fue derecho a su choza, metiéndose bajo su toldo. Por los plátanos le habían dado billetes y moneda dura. Al siguiente día, vio el producto del encantamiento. Los billetes eran pedazos de piel de anaconda y las monedas, escamas de pescado. La llegada de la noche habría de proporcionarle una sorpresa más. Los billetes y las monedas de plata, lo eran de nuevo. Así es que el shipibo estuvo pasando en los bares y bodegas de Pucallpa, durante varias noches, el dinero mágico procedente del barco fantasma.

Sale el barco desde las más hondas profundidades, de un mundo subacuático en el cual hay ciudades, gentes, toda una vida como la que se desenvuelve a flor de tierra. Salvo que esa es una existencia encantada. En el silencio de la noche, aguzando el oído, puede escucharse que algo resuena en el fondo de las aguas, como voces, como gritos, como campanas…

Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2022

Pere Gimferrer- Εσωτερικός Τουρισμός

 

                                                                                      https://www.jackvettriano.com/                      


. . .ταξίδια εν μέσω . . . lockdown . . . από εδώ

Pere Gimferrer- Εσωτερικός Τουρισμός

Κάποια καινούργια ιδιαιτερότητα πρέπει να είχε η οργάνωση της τουριστικής επιχείρησης – κάποιο χαρακτηριστικό που κρυβόταν στις δραστηριότητες της – αφού είχε κατακτήσει πολλούς από τους ανθρώπους που συναναστρέφομαι. Αποφάσισα να προσθέσω το όνομα μου στην λίστα εγγραφής.

Ανέλπιστα, το απόγευμα της επόμενης αργίας, εισέβαλλαν στο σπίτι μου δυο υπάλληλοι της εταιρείας. Πολύ ευγενικά, με πήγαν με το αμάξι τους, μέχρι την Πλατεία του Δούκα.

-               Κοίταξε – μου είπαν-. Αυτή είναι η Πλατεία του Δούκα.

Διέτρεξα με το βλέμμα, τον περίγυρο.

-               Φυσικά. Η Πλατεία του Δούκα.

Στρίψαμε στην γωνία. Σταματήσαμε μπροστά από την δεύτερη εξώθυρα, με το σιδερένιο κιγκλίδωμα.

-                Οικία, της οδού Γκονθάγα, αριθμός 23, ανάμεσα στην Πλατεία του Δούκα και στην λεωφόρο Σαν Ματέο. Εξώθυρα με σιδερένιο κιγκλίδωμα.

Την εξέτασα μερικά δευτερόλεπτα και συγκατένευσα. Χαϊδεύοντας το κιγκλίδωμα με τα χέρια, ψιθύρισα:

-                 Οδός Γκονθάγα 23. Ιστορική εξώθυρα.

Έπεφτε το βράδυ. Οι καστανιές ήταν πολύ μελαγχολικές.

-                Πέφτει το βράδυ – μου είπαν-. Είναι ώρα να γυρίσουμε στο σπίτι.

Και μετά.

-               Κοίτα. Αυτό είναι το σπίτι σου.

-              Αξιοσημείωτο, αξιοσημείωτο.

    Το ασανσέρ ανεβαίνει. Και τότε:

-              Η πολυθρόνα, όπου κάθεσαι κάθε βράδυ.

-              Η εφημερίδα που διαβάζεις.

-              Και γαμώ τα δωμάτια!

-              Το κομοδίνο σου.

-              Ο καθρέφτης σου.

-               Εσύ.

Αποχαιρέτησαν. Λίγες φόρες έχω δώσει χρήματα για τέτοια εξυπηρέτηση. Ακόμη, πολλές νύχτες, ονειρεύομαι εκείνο το ταξίδι.

 

 

Pere Gimferrer- Turismo Interior

Algo tendría aquella nueva modalidad de organización turística -una de cuyas características era el secreto que envolvía sus actividades- cuando había conquistado a tantos de los que me rodeaban. Opté por añadir mi nombre a la relación de inscritos.

 

Inesperadamente la tarde del siguiente día festivo irrumpieron en mi casa dos enviados de la organización. Muy amablemente me llevaron en su coche hasta la Plaza del Duque.

 

-Mira -me dijeron-. Ésta es la Plaza del Duque.

 

Paseé la mirada alrededor.

 

-Cierto. La Plaza del Duque.

 

Doblamos la esquina. Nos detuvimos ante el segundo portal, con su verja de hierro labrado.

 

-Casa número 23 de la calle Gonzaga, entre Plaza del Duque y Avenida San Mateo. Portal con verja de hierro labrado.

 

La examiné unos instantes y asentí. Acariciando la verja con las manos, musité:

 

-Calle Gonzaga, 23. Histórica verja.

 

Caía la tarde. Los castaños estaban muy melancólicos.

 

-Cae la tarde -me dijeron-. Es hora de volver a casa.

 

Y luego:

 

-Mira. Ésta es tu casa.

 

-Notable, notable.

 

Ascensor arriba. Y entonces:

 

-La butaca donde te sientas cada tarde.

 

-El periódico que lees.

 

-¡Pero qué cuarto, vaya!

 

-Tu mesita de noche.

 

-Tu espejo.

 

-Tú.

 

Se despidieron. Pocas veces di el dinero por tan empleado. Aún ahora muchas noches sueño con aquel viaje.