Σάββατο 27 Μαρτίου 2021

José María Quinto- Ο Τυφλός Μπόρχες

 


Δεν ξέρω αν αυτό το ανέκδοτο έχει σχέση με τον υπέροχο συγγραφέα Χόρχε Λουίς Μπόρχες ή εάν αυτός που μου το διηγήθηκε (δεν τον θυμάμαι) το απέδωσε σ' αυτόν χωρίς να το ερευνήσει. Σε κάθε περίπτωση, νομίζω ότι ο Μπόρχες έκανε πλάκα με την τυφλότητα του. Κι αυτό το ανέκδοτο, αληθινό ή όχι, αξίζει να διασωθεί από την λήθη.

- Όταν πήγα να διασχίσω την λεωφόρο της 18ης Ιουλίου στο Μπουένος Άιρες - ίσως τρεις ή τέσσερις φορές πιο πλατιά από την Καστεγιάνα της Μαδρίτης - έψαχνα στα τυφλά βοήθεια και τελικά βρήκα ένα άλλο χέρι. Πιασμένος από αυτό το φιλικό χέρι, διέσχισα την πλατιά λεωφόρο, ακούγοντας τα κλάξον και τα βουητά των αυτοκινήτων. Με το που την διέσχισα και βρισκόμενος πια στο απέναντι πεζοδρόμιο, κάποιος άφησε το χέρι μου και είπε: "Ευχαριστώ πολύ".

Τρίτη 16 Μαρτίου 2021

Isidoro Blaisten- Η αρχή είναι καλύτερη

 


Isidoro Blaisten- Η αρχή είναι καλύτερη

Εν αρχή ην το ουσιαστικό. Δεν υπήρχαν ρήματα.

Κανείς δεν έλεγε: «Πηγαίνω στο σπίτι». Έλεγε απλώς: «σπίτι», και το σπίτι ερχόταν σ’ αυτόν. Κανείς δεν έλεγε:  «σε αγαπώ». Έλεγε απλώς: «αγάπη» και απλά αγαπούσε.

Ήταν καλύτερα στην αρχή.

Isidoro Blaisten- El principio es mejor

En el principio fue el sustantivo. No había verbos.

 Nadie decía: “Voy a la casa”. Decía simplemente: “casa”, y la casa venía a él. Nadie decía: “te amo”. Decía simplemente: “amor” y uno simplemente amaba.

 En el principio fue mejor

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2021

Elena Poniatowska-Χ. Ο φράχτης

 


Elena Poniatowska-Χ. Ο φράχτης

-        -  Μικρή, κατέβα από τον φράχτη.

-       -   Όχι.

-        -  Σου λέω να κατεβείς.

-        -  Κι εγώ λέω, όχι.

-        -  Τα καλά κορίτσια δεν ανεβαίνουν…

-       -   Πρρρ…

-        -  Θα το πω στην μαμά σου.

-       -   Σιγά μη μου κάνει τίποτα.

(Η Οκοτλάνα αρχίζει να τρέχει στον κήπο)

-       -   Δρόμο, βρωμόγρια, κουτσομπόλα, νερουλιασμένη … Η σαύρα…; Που πήγε η σαύρα; Την τρόμαξε η ηλίθια η Οκοτλάνα. Οκοτλάνα! Κάθε φορά που μιλάει, από την γωνία του στόματος τρέχει μια κλωστή σάλιο… Δένει τις κάλτσες με ένα είδος κόμπου ακριβώς πίσω από τα γόνατα. Όταν ανεβαίνει στα καμιόνια ξεπροβάλει ανάμεσα στην φούστα και στην κάλτσα το μαλακό λευκό της κρέας…

-       -   Σαύρα, ψυχούλα μου! Που είσαι; Σαύρα ροδαλή, σου έφερα ένα μαντηλάκι!

Η Λίλους ανεβαίνει αμέσως στον φράχτη. Ανεβαίνει γιατί από εκεί μπορεί να δει στο δωμάτιο ενός παράξενου κυρίου που ζει στα διπλανά διαμερίσματα. Ο κύριος κάθεται αδιάκοπα πίσω από ένα γραφείο και ξεφυλλίζει άπειρα μεγάλα παλιά βιβλία… Την πρώτη μέρα η Λίλους έμεινε να τον παρατηρεί μια ολόκληρη ώρα. Τον είδε να διαβάζει και να ξαναδιαβάζει ακίνητος, σαν μάγος μπροστά στην κρυστάλλινη σφαίρα του… Μετά σηκώθηκε και βάλθηκε να στήνει διάφορα πράγματα στον αέρα, κατηγορίες και αόρατες εντολές, με τα δυο γρήγορα, σχεδόν διάφανα χέρια του…

Από τότε η Λίλους ερχόταν κάθε μέρα στο παρατηρητήριο της για να κατασκοπέψει αυτήν την τόσο αλλοπρόσαλλη δραστηριότητα. Μέχρι που δεν άντεξε άλλο και βάλθηκε να ουρλιάζει από τον φράχτη της: «Κύριε από τον Τέταρτοοο, κύριε από τον Τέταρτοοο!» Καθώς δεν πήρε απάντηση μάζεψε μια χούφτα πετρούλες, και μια-μια τις πετούσε στο τζάμι του παράθυρου. Αλλά τίποτα. Ο κύριος του Τέταρτου ούτε που κουνήθηκε… Είχε το κεφάλι βαθιά χωμένο σε ένα μεγάλο βιβλίο με κόκκινα εξώφυλλα. Θα πρέπει να νόμιζε ότι πέφτει χαλάζι και χωρίς να δώσει σημασία συμπεριέλαβε και την Λίλους στον αριθμό των σβώλων του χαλαζιού… Εντελώς απελπισμένη, η Λίλους σκέφτηκε ότι η μόνη λύση ήταν να ζητήσει βοήθεια και να αυξήσει το μέγεθος των βλημάτων… Να είναι κωφάλαλος; «Κύριε του Τετάρτουυυυ! Βοήθεια! ΣΟΣ!» Και ω! Έκπληξη των εκπλήξεων, όταν μια από τις πέτρες της Λίλους, παραλίγο να σπάσει το παράθυρο, ο Κύριος του Τετάρτου γύρισε αργά το κεφάλι, τράβηξε το βλέμμα από τα βιβλία και το ακούμπησε επάνω στην Λίλους…

-      -    Κύριε του Τετάρτου… (Ο κύριος άνοιξε το βομβαρδισμένο παράθυρο).

-          Με συγχωρείτε κύριε του Τετάρτου, δεν είναι δική σας αυτή η σαύρα;

-      -    Όχι κορίτσι μου, όχι. Οι σαύρες δεν είναι κανενός…

-     -     Επειδή πάντα στέκεται μπροστά από το παράθυρό σας, σκέφτηκα ότι εσείς την βγάζετε να λιαστεί…

Κι έτσι ξεκίνησε η φιλία της Λίλους με τον Κύριο του Τετάρτου. Το λιγότερο τρεις φορές την εβδομάδα, η Λίλους βρισκόταν εκεί στον φράχτη. Ο κύριος έχανε τον ειρμό της ανάγνωσης, άνοιγε το παράθυρο και συναντιόταν με την Λίλους…

-     -     Κύριε του Τετάρτου, πόσα πράγματα μελετάτε; Θα χάσετε το μυαλό σας… Μοιάζει με πουλάκι φυλακισμένο στο κλουβί του. Γιατί δεν πάτε καλύτερα να κάνετε μια βόλτα;

-      -    Επιλύω τις αντινομίες. Απόψε για άλλη μια φορά κόλλησα σε ένα από τα Αποσπάσματα, σαν σε ένα δρομάκι χωρίς διέξοδο… Όχι, όχι δεν είναι αυτό που λέει «πάντα καινούργια νερά ρέουν προς εσένα», αλλά το άλλο… Επιπλέον τις, όχι ευκλείδειες, γεωμετρίες.  Και τα γραπτά των μαθητών μου που υποφέρουν από τα τόσα πνευματικά παραστρατήματα… Περνάω την ζωή μου με το να διορθώνω…

-     -     Κύριε του Τετάρτου, θυμάστε την Μπορρέγα; Αυτήν που σας μιλούσα μια άλλη μέρα…;

-      -    Την Μπορρέγα… την Μπορρέγα… για να σκεφτώ. Α ναι, την φεμινίστρια, την προοδευτική…

-      -    Αυτήν ακριβώς. Την επέπληξαν άσχημα… Την έδιωξαν από το σχολείο.

-      -    Είναι που η ζωή άρχισε γι’ αυτήν πολύ νωρίς. Ξέρεις Λίλους; Μου αρέσει να κουβεντιάζω μαζί σου. Πάνω από απ’ όλα γιατί από την κουβέντα σου, αποσπώ στίχους αλεξανδρινούς…

-      -    Τι είναι αυτό;

-       -   Επίσης με έκανες να συνειδητοποιήσω το φθινόπωρο… Την στιγμή που όλα ωριμάζουν… Ποτέ δεν έδωσα σημασία από τότε που ήμουν μικρός. Ποτέ δεν έδωσα προσοχή στις εποχές… Αλλά τι σου συμβαίνει Λίλους; Σήμερα δεν μιλάς πολύ, όπως συνηθίζεις…

-      -    Είναι γιατί είμαι λυπημένη.

-       -   Από τι πράγμα;

-        -  Που συμβαίνουν τόσα πράγματα στους ανθρώπους…

-        -  Τι πράγματα;

-      -    Να, σαν κι αυτά τα πράγματα που συμβαίνουν σε εσάς, όπως το θεώρημα του Πυθαγόρα, οι αντινομίες που μου είπατε και οι γεωμετρίες, οι όχι ευδείκλειες…

-      -    Ευδείκλειες, όχι, όχι ευκλείδειες, Λίλους.

-     -     Κύριε του Τετάρτου, γιατί δεν πάτε ποτέ στην εξοχή; Στην εξοχή, κύριε του Τετάρτου! Εκεί απλά πιο πάνω από τους λόφους. Όταν περπατήσει κανείς σε μια μεριά που εγώ ξέρω, τα δέντρα γίνονται όλο και πιο πράσινα και συνεχώς πιο σκιερά, σχεδόν μαύρα τόσο κοντά το ένα στο άλλο… Εκεί υπάρχει μια πηγή που την ξέρουν μόνο τα πουλια… και τρελά βότανα και απεριποίητα χορτάρια… κανείς δεν κάνει θόρυβο. Η ησυχία είναι τόσο μεγάλη, που ακούγονται τα ψιθυρίσματα των κλαδιών και πως σκάνε υγρά τα άνθη. Εκεί μπορείτε να κάνετε ηθική γεωμετρία επάνω στην άμμο.

-     -     Κορίτσι μου, δείξε έλεος στην αντοχή μου. Δεν καταλαβαίνεις; Οι καταστάσεις με έχουν πιέσει, με έχουν συντρίψει, με έχουν ροκανίσει. Είμαι ειδήμων στις κατηγορηματικές προτάσεις και γνώστης των δυστυχιών…

-      -    Α;

-       -   Αλλά κάποιες φορές έχεις δίκιο. Θα έπρεπε να ζητήσω συγγνώμη σε τόσα πράγματα που βρίσκονται πίσω από το παράθυρό μου… Στο δέντρο και στο φυτό κι αν θέλεις, στα πουλιά και στα σύννεφα…

-        -  Ναι, ναι. Πρέπει να ζητήσετε συγγνώμη στην σαύρα που καθημερινά έρχεται να λιαστεί δίπλα στο παράθυρό σας και σε ένα μάτσο κοιμισμένα λουλούδια, στα οποία ποτέ δεν δώσατε σημασία. Και πάνω απ’ όλα στα δέντρα… Είναι τόσο ωραίο να βρίσκεσαι κάτω από ένα δέντρο και να βλέπεις το πράσινο φύλλωμα του μπερδεμένο με μεγάλες λίμνες ουρανού και μπλεγμένα σύννεφα… Είστε τόσο αδύνατος. Θα ήθελα να ξέρω τι τρώτε. Κι έχετε τόσο βαθουλωμένα μάτια. Η μαμά μου έφτιαξε γλυκίσματα. Θέλετε να σας φέρω ένα; Να πηδήξω τον φράχτη; Ή να πάω καλύτερα από την σκάλα;

-       -   Λίλους! Λίλους! Πού είσαι; Πάλι ανεβασμένη στον φράχτη;

-        -  Προς Θεού, η μαμά μου!

-       -   Μικρή! Κατέβα αμέσως. Πρέπει να κάνεις τα μαθήματά σου…

-        -  Δεν μπορώ. Χάλασε το φτερό μου. Έκανα μ’ αυτό μια ένεση μελανιού στην Οκοτλάνα.

-        -  Τι παιδί! Κατέβα… Συγχωρέστε την κύριε, δεν ξέρω πως την αντέχετε που κάνει όλο ερωτήσεις.

-       -   Αντίο, αντίο Λιλούκα. Αντίο Κυρία…

Στον δρόμο η μαμά της την μαλώνει:

-      -    Λίλους, πως είναι δυνατόν να τρως τόσο χρόνο από αυτόν τον κύριο; Είναι φιλόσοφος κι εσύ κάθεσαι και τον νευριάζεις… Λίλους, κορίτσι μου, πότε θα μάθεις να βρίσκεις μόνη σου την απάντηση σε αυτές τις ατελείωτες ερωτήσεις που κάνεις;

 

 

 

Elena Poniatowska-X. La Tapia

—Niña, bájate de la tapia.

—No.

—Te estoy diciendo que te bajes.

—Que no.

—Las niñas bonitas no se suben…

—Éjele…

—Te voy a acusar con tu mamá.

—Al cabo ni me hace nada.

(Ocotlana echa a correr por el jardín).

—Ándale vieja gacha, chismosa, cochina… ¿La lagartija…? ¿A dónde se fue la lagartija? Esa tonta de Ocotlana la espantó. ¡Ocotlana! Cada vez que habla, en la esquina de la boca le sale un hilito de saliva… Se atora las medias con una especie de nudo que se hace justamente detrás de las rodillas. Cuando se sube a los camiones entre la falda y la media resalta su carne blanca y blanda… ¡Lagartija, almita! ¿Dónde estás? Lagartija rosa, ¡te traje un pañuelo!

Lilus se sube muy seguido a la tapia. Se sube porque desde allí puede asomarse al cuarto de un extraño señor que vive en los departamentos de al lado. El señor está sentado interminablemente ante una mesa de trabajo y hojea grandes cantidades de libros envejecidos… El primer día Lilus se quedó observándolo durante una hora. Lo vio leer y releer sin moverse, como un adivino ante su bola de cristal… Después se levantó y se puso a establecer cosas y cosas en el aire, categorías y órdenes invisibles, con sus dos manos veloces y casi transparentes…

Desde entonces Lilus volvió todos los días a su puesto de observación, a espiar una actividad tan incongruente. Hasta que no pudo más y se puso a aullar desde su tapia: «¡Señor del Cuatroooo, Señor del Cuatroooo!» Como no obtuvo respuesta recogió un puño de piedritas, y una por una las fue arrojando contra el cristal de la ventana. Pero nada. El señor del Cuatro ni se movía… Tenía la cabeza profundamente metida en un gran libro de pastas rojas. Debió creer que estaba cayendo granizo, y sin darse cuenta, incluyó a Lilus en el número de los meteoros… Completamente desesperada, Lilus pensó que la única solución era pedir auxilio y aumentar el calibre de los proyectiles… ¿Será sordomudo? «¡Señor del Cuatroooo! ¡Socorro! ¡S.O.S!». Y oh, sorpresa de sorpresas, cuando una de las pedradas de Lilus estuvo a punto de romper la ventana, el Señor del Cuatro volvió lentamente la cabeza, distrajo su mirada de los libros y la posó sobre Lilus…

—Señor del Cuatro… (El señor abrió la ventana bombardeada).

—Perdone Señor del Cuatro, ¿no es de usted esta lagartija?

—No, niña, no. Las lagartijas no son de nadie…

—Pues como siempre está frente a su ventana, pues yo pensé que usted la sacaba a asolear…

 

 

Y así fue como empezó la amistad de Lilus con el Señor del Cuatro. Tres veces por semana cuando menos, allí estaba Lilus en la tapia. El señor iba perdiendo el hilo de su lectura, abría la ventana y se encontraba con Lilus…

—Señor del Cuatro ¿qué tantas cosas estudia? Se le va a perder su cabeza… Parece un pajarito encerrado en su jaula. ¿Por qué no se va mejor a dar la vuelta?

—Estoy resolviendo las antinomias. Anoche me quedé otra vez en uno de los Fragmentos, como en callejón sin salida… No, no es ése de «nuevas aguas fluyen hacia ti», sino el otro… Además, las geometrías no euclidianas. Y los textos de mis alumnos tan plagados de erratas espirituales… Me paso la vida corrigiéndolos…

—Señor del Cuatro, ¿se acuerda usted de la Borrega? ¿De la que le platiqué el otro día…?

—La Borrega… La Borrega… Déjame pensar. Ah sí, la feminista, la librepensadora…

—Ésa mero. Le fue rete mal… La expulsaron de la escuela.

—Es que la vida comenzó muy pronto para ella. ¿Sabes Lilus? Me gusta platicar contigo. Sobre todo porque entresaco de tu conversación muchos alejandrinos…

—¿Qué cosa es eso?

—Además, me has hecho tomar conciencia del otoño… Este momento en que todo se consuma… Nunca me había dado cuenta desde que era pequeño. Nunca me había fijado en las estaciones… ¿Pero qué te pasa, Lilus? Hoy no hablas tanto como de costumbre…

—Es que estoy triste.

—¿Pero de qué?

—De que a la gente se le ocurran tantas cosas…

—¿Qué cosas?

—Pues esas cosas que se le ocurren a usted, como el teorema de Pitágoras, las antinomias que me dijo, y las geometrías no eudiclianas…

—Eudiclianas, no, no euclidianas, Lilus.

—Señor del Cuatro, ¿por qué no se va usted al campo? ¡Al campo, Señor del Cuatro! Allí nomás arribita de Las Lomas. A medida que se camina por un ladito que yo sé, los árboles son cada vez más verdes y cada vez más sombríos, casi negros de tan juntos uno con otro… Allí hay una fuente que sólo los pájaros conocen… y hierbas locas y pasto descuidado… Nadie hace ruido. El silencio es tan grande que se oyen los cuchicheos de las ramas y las huidas húmedas de las flores. Allí puede usted hacer geometría moral sobre la arena.

—Niña, ten piedad de mi rigor. ¿No te das cuenta? Las cosas han presionado sobre mí, me han devastado y pulido. Soy un experto en renuncias y un entendido en desdichas…

—¿Ah?

—Pero a veces tú tienes razón. Debería pedirle perdón a tantas cosas que están detrás de mi ventana… Al árbol y a la planta, y si tú quieres, a los pájaros y a las nubes…

—Sí, sí. Le tiene que pedir perdón a la lagartija que diario viene a tomar el sol junto a su ventana, y a unas matitas de flores dormidas que usted nunca ha tomado en cuenta. Y sobre todo a los árboles… Es tan bonito estar debajo de un árbol viendo su copa verde y emborucada con grandes lagos de cielo y nubes enredadas… Está usted tan flaco. Me gustaría saber lo que come. Y tiene los ojos tan hundidos. Mi mamá hizo ahora merengues. ¿Quiere que le traiga uno? ¿Me salto la tapia? ¿O voy mejor por la escalera?

—¡Lilus! ¡Lilus! ¿Dónde estás? ¿Otra vez subida en la tapia?

—¡Hijos, mi mamá!

—¡Niña! Bájate inmediatamente. Tienes que ir a hacer tu tarea…

—No puedo. Mi pluma no sirve. Con ella le puse una inyección de tinta a Ocotlana.

—¡Qué niña! Bájate… Perdónela señor, no sé como aguanta usted a esta niña preguntona.

—Adiós, adiós, mañana nos vemos.

—Adiós niña Lilus. Adiós Señora…

Por el camino su mamá la regaña:

—Lilus, ¿cómo es posible que te pongas a quitarle el tiempo a este señor? Es un filósofo, y tú estás allí nomás sacándolo de sus casillas… Lilus, niña mía, ¿cuándo aprenderás a encontrar tú sola la respuesta a esa infinidad de preguntas que te haces?