Enrique Jaramillo
Levi- Underwood
Η επιστολή είχε καθυστερήσει να φτάσει. Την κρατούσε τώρα
μπροστά στα μάτια του, ξεδιπλωμένη, να τρέμει ανάμεσα στα δάχτυλά του. Δεν
μπορούσε να ξεκινήσει το διάβασμα. Τα γράμματα θάμπωναν, κολλούσαν το ένα με το
άλλο, σαν να είχανε στραγγίξει από το κλάμα. Όμως δεν έκλαιγε. Πάει καιρός που δεν είχε αυτήν την ικανοποίηση. Αντίθετα δίσταζε, φοβισμένος από την απάντηση, που είχε κρυφά
φυλαγμένη, τόσο χρόνο, που έμοιαζε μια ολόκληρη ζωή. Συγκεντρώθηκε, έκανε μια
τεράστια προσπάθεια και τα γράμματα ανέκτησαν την φόρμα τους, το μικρό καθαρό
κενό ανάμεσα τους, αυτό που χαρακτήριζε την φορητή γραφομηχανή Underwood, αυτήν που αυτός ο ίδιος της είχε αγοράσει, λίγο μετά τον γάμο.
Όλο το περιεχόμενο
μπορούσε να συνοψιστεί στην τελευταία φράση:
Σε αγαπώ ακόμη.
Έρχομαι την Παρασκευή.
Τσαλάκωσε το φύλλο.
Σχεδόν αμέσως το τσίτωσε ξανά. Τα μάτια του διέτρεξαν άπληστα τις συγγνώμες, τα παρακάλια, τις περιγραφές
των σχεδίων που θα πραγματοποιούσαν μαζί. Εκείνη έφταιγε για όλα, τον
διαβεβαίωνε. Όμως δεν θα συνέβαινε ξανά. Και μετά ερχόταν η επιβεβαίωση, αυτού, που εκείνος παρακαλούσε κάθε νύχτα. Η νέτη ανακοίνωση της άφιξής της. Κοιτάζοντας
την ώρα στο ρολόι του, έκπληκτος, πρόσεξε πως ήταν ήδη Παρασκευή. Έτρεξε ως το
αμάξι, προσμένοντας την αγκαλιά, νιώθοντας πάνω στο σώμα του, το μετάνιωμα της,
την ντροπή της, Ξημέρωνε.
Περίμενε ατελείωτες ώρες
στον σταθμό. Οι ιδέες του, χανόντουσαν στις πιο περίπλοκες εικασίες. Θυμήθηκε
αμέσως ότι δεν ήξερε, τι ώρα θα έφτανε. Ούτε πως θα έφτανε κοντά του. Θα
μπορούσε να έρθει με αεροπλάνο, δεν ήταν παράξενο. Τότε, γιατί εκείνος
βρισκόταν στον σταθμό περιμένοντας, ποιος ξέρει, ποιο λεωφορείο; Χωρίς να το
καταλάβει οδήγησε ως εκεί, καθοδηγούμενος, ίσως, από τον τρόπο που το είχε
τόσες φορές ονειρευτεί. Πάντα την έβλεπε να κατεβαίνει χαμογελαστή, να τον
ψάχνει με το βλέμμα, μέχρι που την έβλεπε όρθια δίπλα στην κολόνα, που τώρα
στήριζε το βάρος του. Μονολόγησε, απεγνωσμένα, πόσο βλάκας ήταν.
Ευτυχώς είχε μαζί του την
επιστολή. Την ξεδίπλωσε βιαστικά. Δεν υπήρχε καμιά ένδειξη, του πώς θα έφτανε
στην πόλη. Πέρασαν τα λεπτά και η αβεβαιότητα πύκνωνε στο λαχάνιασμα του. Γιατί
να μην εξηγήσει καθαρά την ώρα και τον
τόπο της άφιξης; Δεν είχε αλλάξει. Συνεχίζει, η ίδια ανεύθυνη όπως πάντα. Θα
πρέπει να πάρει ένα ταξί μέχρι το σπίτι, εκείνος δεν μπορεί να κάνει τίποτα
άλλο. Θα την περίμενε εκεί.
Ήρθε η νύχτα πυκνή και καταθλιπτική. Καθόλου
δεν τον βοήθησε το διάβασμα των περιοδικών που βρίσκονταν τριγύρω. Δεν
ξεχάστηκε ακούγοντας ραδιόφωνο, ούτε βοήθησε το πήγαινε-έλα κάθε λίγο στο μπαλκόνι.
Σύντομα θα γινόντουσαν δώδεκα και ο ερχομός του Σαββάτου, θα αποδείκνυε για μια
ακόμη φορά, αυτό που εκείνος πάντα υποψιάζονταν: ήταν μια ψεύτρα, η πιο
σατανική από όλες τις παραμυθατζούδες. Στη μια μετά τα μεσάνυχτα, σιγουρεύτηκε,
ότι ποτέ ξανά δεν θα πίστευε ούτε μια λέξη της. Ακόμη κι αν ερχόντουσαν
χιλιάδες επιστολές, που θα του ζητάνε συγγνώμη ή αν άκουγε ξανά την ικετευτική της
φωνή από το τηλέφωνο. Περπάτησε μέχρι την μικρή φορητή Underwood, έβαλε χαρτί και πληκτρολόγησε βιαστικά. Τα γράμματα έβγαιναν αδύνατα, εξασθενισμένα. Άλλαξε μελάνι. Έγραψε:
Αγαπημένε Ραμίρο:
Πρέπει να με συγχωρέσεις. Έχασα το αεροπλάνο την Παρασκευή. Θα έρθω, το
δίχως άλλο, την επόμενη εβδομάδα. Σε αγαπώ. Πρέπει να με πιστέψεις…
Underwood. Enrique
Jaramillo Levi.
La carta había
demorado en llegar. La tenía ahora frente a los ojos, desdoblada, convulsa
entre sus dedos. No lograba iniciar la lectura. Las letras se desdibujaban
fundiéndose unas con otras como si el llanto las hubiese escurrido. Pero no
lloraba. Hacía mucho tiempo que no se daba esa satisfacción. En cambio
vacilaba, temeroso de la respuesta que había guardado en secreto durante lo que
ya parecía una vida. Se concentró, haciendo un esfuerzo enorme, y las letras
fueron recuperando sus pequeñas estaturas, la separación breve y nítida que
caracterizaba a la Underwood portátil que él mismo le había comprado poco
después de la boda.
Todo el contenido
podía resumirse en la última línea:
Te amo aún. Llego
el viernes.
Arrugó la hoja.
Casi en seguida volvió a estirarla. Sus ojos recorrieron ávidos las disculpas,
los ruegos, el esbozo de planes que habrían de realizar juntos. Ella había
tenido la culpa de todo, aseguraba. Pero no volvería a ocurrir. Y luego venía
la reafirmación de lo que él había rogado todas las noches. Y el anuncio
escueto de su llegada. Al buscar la hora en su reloj, notó sorprendido que ya
era viernes. Corrió hasta el auto anticipando el abrazo, sintiendo contra su
cuerpo el arrepentimiento de ella, su vergüenza. Amanecía.
Esperó largas
horas en la estación. Sus ideas se perdían en las más enmarañadas conjeturas.
Recordó de pronto que no sabía a qué hora llegaría. Ni cómo viajaría hasta él.
Hasta podía llegar en avión, nada tendría de raro. Entonces, ¿por qué estaba él
en la estación, esperando quién sabe qué autobús? Sin darse cuenta manejó hasta
allí, guiado quizá por la forma que había tomado tantas veces aquel sueño.
Siempre la miraba bajar sonriente, buscándolo con la vista, hasta que la veía
de pie junto a la columna que ahora sostenía su peso. Se dijo, angustiado, que
era un imbécil.
Por suerte traía
la carta. La desdobló presuroso. No había ningún indicio de cómo se
transportaría hasta la ciudad. Pasaron los minutos y la incertidumbre se iba
espesando en sus jadeos. ¿Cómo no se le ocurrió explicar claramente la hora y
el lugar de su arribo? No había cambiado. Sigue siendo tan irresponsable como
siempre. Tendrá que tomar un taxi hasta la casa porque él no puede hacer nada
más. Allá la esperaría.
La noche se hizo
densa y angustiosa. De nada le sirvió leer durante el día las revistas que lo
rodeaban. Tampoco se distrajo escuchando la radio ni saliendo al balcón a cada
rato. Pronto serían las doce y entonces la llegada del sábado se encargaría de
probar otra vez lo que él siempre sospechó: era una mentirosa, la más cruel de
las farsantes.
A la una de la
mañana confirmó que ya nunca más le creería una sola palabra. Aunque llegaran
mil cartas pidiéndole perdón o volviera a escuchar su voz suplicante por
teléfono. Caminó hasta la pequeña Underwood, insertó un papel, tecleó a prisa.
Las letras salían débiles, destintadas. Cambió la cinta. Escribió:
Querido Ramiro:
Tienes que
perdonarme. Perdí el avión el viernes. Iré la próxima semana, sin falta. Ya
te avisaré. Te amo. Debes creerme…