Δευτέρα 29 Ιουλίου 2019

Juan José Millás- Ο σκύλος φάντασμα



ένα χρονογράφημα για τα φρούρια μέσα στα οποία...χτιζόμαστε... από εδώ

Juan José Millás- Ο σκύλος φάντασμα

Περνάω κάθε μέρα με τον σκύλο μου μπροστά από ένα σπίτι με κήπο, όπου πριν καιρό ζούσε ένας άλλος σκύλος που μας γαύγιζε. Του δικού μου, του σηκωνότανε η τρίχα λίγα μέτρα πριν φτάσουμε στον φράχτη, πίσω από τα κάγκελα του οποίου, εμφανιζότανε το σκοτεινό μουσούδι του αντιπάλου του. Όταν έφταναν πρόσωπο με πρόσωπο, έδειχναν τα δόντια τους και επιδίδονταν σε εκδηλώσεις μίσους, ενώ εγώ κρατούσα τον δικό μου από το λουρί. Επρόκειτο για μια τελετουργία, λίγο-πολύ, αθώα, στην οποία ήμασταν όλοι συνηθισμένοι. Μια μέρα ο εχθρός δεν εμφανίστηκε στον φράχτη. Τυχαία, εκείνο το βράδυ, συναντήθηκα στην αγορά με το αφεντικό του, και μου είπε ότι είχε πεθάνει. Τον συλλυπήθηκα και αγόρασα  τρία τέταρτα αρνίσια παϊδάκια.
Πέρασε από τότε περίπου ένας χρόνος. Ωστόσο, κάθε φορά που περνάμε μπροστά από το σπίτι, του πεθαμένου σκύλου, του δικού μου, του σηκώνεται η τρίχα όπως την πρώτη φορά και αμολάει προς το εσωτερικό του κήπου τρία-τέσσερα προειδοποιητικά γαυγίσματα. Εμένα όλο αυτό με διασκεδάζει, αφού του έχω πει πολλές φορές και σε διάφορες γλώσσες (εκτός από την δικιά του, προφανώς) ότι ο αντίπαλος είναι πεθαμένος και ως εκ τούτου ξοδεύει ανώφελα την επιθετικότητα του και την αδρεναλίνη του. Μια μέρα, ωστόσο, μου μπήκε στο μυαλό η πιθανότητα, του ότι ο σκύλος μου γαύγιζε στο φάντασμα του πεθαμένου ζώου. Προφανώς ο σκύλος δεν υπάρχει, όμως πώς να επιβεβαιώσει κανείς, ότι δεν υπάρχει το φάντασμά του. Το ανέφερα σε ένα φίλο που ασχολείται με ζητήματα μεταφυσικά και δεν του φάνηκε παράλογο. Ο κόσμος, είπε, είναι γεμάτος από πνεύματα, που εμείς οι άνθρωποι δεν αντιλαμβανόμαστε, γιατί έχουμε χάσει αυτήν την ικανότητα, αν ποτέ την είχαμε. Ο γάτος μου, πρόσθεσε, παίζει καθημερινά στον κήπο με το φάντασμα ενός άλλου ζώου, την φύση του οποίου, ποτέ δεν κατάφερα να εντοπίσω.
Φαντάσματα. Το σκέφτηκα το πράγμα από όλες τις πλευρές και κατέληξα στο ότι και εγώ ο ίδιος πολλές φορές μπαίνω σε επιφυλακή για να αμυνθώ σε εξωπραγματικές καταστάσεις. Αρκεί κάτι να ανακαλέσει ένα τραυματικό γεγονός της παιδικής ή της νεανικής ηλικίας και αντιδρώ, σαν εκείνη η κατάσταση να επέστρεφε για να επαναληφθεί. Μερικές φορές, αθέλητα, είμαι εγώ αυτός που προκαλώ την επανάληψη, για να δικαιολογήσω αναμφίβολα την επιθετικότητά μου. Ο κόσμος, πράγματι, είναι γεμάτος φαντάσματα. Η ερώτηση είναι αν βρίσκονται μέσα ή έξω από το μυαλό μας.

El perro fantasma. Juan José Millás.
Paso todos los días con mi perro por delante de una casa con jardín donde en tiempos vivió otro perro que nos ladraba. Al mío se le erizaban los pelos unos metros antes de llegar a la verja tras cuyos barrotes aparecía el rostro oscuro de su adversario. Una vez cara a cara, se enseñaban los dientes y hacían grandes manifestaciones de odio mientras yo sujetaba al mío de la correa. Se trataba de un rito más o menos inocente al que todos estábamos acostumbrados. Un día el perro enemigo no apareció tras la verja. Casualmente, esa misma tarde me encontré en el mercado con su dueño, que me dijo que había muerto. Le di el pésame y pedí tres cuartos de kilo de chuletas de cordero.
De eso hace ya un año, más o menos. Sin embargo, cada vez que pasamos por delante de la casa del perro muerto, el mío se eriza como la primera vez y lanza hacia el interior del jardín tres o cuatro ladridos de advertencia. A mí me hace gracia, pues ya le he dicho varias veces y en distintos idiomas (menos el suyo, evidentemente) que su enemigo está muerto, y que por lo tanto hace un gasto inútil de agresividad y adrenalina. El otro día, sin embargo, se me ocurrió de súbito la posibilidad de que mi perro ladrara al fantasma del animal fallecido. Es obvio que él no está, pero cómo asegurar que no se ha quedado su fantasma. Se lo comenté a un amigo aficionado a asuntos esotéricos y no le pareció descabellado. El mundo, dijo, está lleno de espíritus que los seres humanos no percibimos porque hemos perdido esa capacidad, si algún día la tuvimos. Mi gato, añadió, juega todos los días en el jardín con el fantasma de otro animal cuya naturaleza no he logrado averiguar.
Fantasmas. Estuve dándole vueltas al asunto y pensé que yo mismo me pongo muchas veces en guardia para defenderme de situaciones irreales. Basta que algo evoque un asunto doloroso de la infancia o de la juventud para que reaccione como si la situación aquella volviera a repetirse. A veces soy yo, sin darme cuenta, quien provoca su repetición, para justificar mi agresividad sin duda. El mundo está, en efecto, lleno de fantasmas. La pregunta es si se encuentran dentro o fuera de nuestra cabeza.

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2019

Washington Delgado-Το γλυκό καλοκαιράκι




Washington Delgado

Το γλυκό καλοκαιράκι

Παραδίδομαι στις απολαύσεις του καλοκαιριού: τα πρωινά, τα απογεύματα, το μεσημέρι ή το βράδυ, παρατηρώ τον ουρανό, κοιτάζω την θάλασσα. Το ξημέρωμα σηκώνεται μια λεπτή πάχνη. Δεν είναι η σπαραχτική και ενοχλητική ομίχλη του χειμώνα που-ανελέητα- μας σπρώχνει να βρούμε καταφύγιο κάπου, οπουδήποτε. Οι γλυκές πρωινές ομίχλες του θέρους, μας προσκαλούν να περπατήσουμε επάνω στην άμμο, που είναι μουσκεμένη ακόμα από τα φιλιά της νύχτας και την παλίρροια. Το μεσημέρι, πολύ ψηλά, τραγουδάει ο ήλιος, τόσο ψηλά που το τραγούδι του φτάνει ανεπαίσθητο, όμως ένας αλμυρός, τρικυμισμένος ιδρώτας πλημμυρίζει το κορμί μας. Αλμυρός, σαν τον αφρό των κυμάτων. Τα απογεύματα, ο ήλιος μεγαλώνει και φλογίζει, βάφει με παράξενα χρώματα τον ουρανό, εκτείνεται περισσότερο πριν βουτήξει στην υγρή απεραντοσύνη. Τις καλοκαιρινές νύχτες, ένα ελαφρύ αεράκι, γεμάτο αγάπη και λήθη , έρχεται από την αόρατη θάλασσα. Αυτές είναι οι απολαύσεις του καλοκαιριού: τις νιώθω και βυθίζομαι σ’ αυτές με ευχαρίστηση.

Δεν μιλώ όμως για μένα, γιατί εγώ γεννήθηκα χειμώνα και πάντα αισθάνομαι, σαν ένα μικρό κομμάτι αυτής της εποχής.

En el dulce verano

Me rindo a las suntuosidades del verano: en las mañanas y
en las tardes, al mediodía o en la noche, contemplo el cielo,
contemplo el mar. Al amanecer se levanta una lenta neblina. No es la niebla ácida y desgarradora del invierno  que
nos empuja sin compasión a guarecernos bajo un techo
cualquiera. Las dulces neblinas matinales del estío nos invitan a caminar sobre la arena, húmeda todavía por los besos
de la noche y de la pleamar. Al mediodía el sol canta muy
alto, tan alto que no se percibe su canción, pero una transpiración encrespada y salobre inunda nuestra piel. Salobre
como la espuma de las olas. En las tardes, el sol llamea y
crece, pinta el cielo de colores extraños y crece más antes
de hundirse en las vastas aguas. En las noches del estío,
una tibia brisa, llena de amor y olvido, viene del invisible
mar. Estas son las suntuosidades del verano: yo las contemplo o me sumerjo en ellas con placer.
Y no pienso en mí mismo porque nací en invierno y

siempre me he sentido un pequeño pedazo del tiempo invernal.