Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

Jesús Esnaola Moraza-Απαντοχή


Απαντοχή, Jesús Esnaola Moraza

Δεν θα ήξερα να σας πω το γιατί, από τις τόσες αναμνήσεις, αυτή που μου έρχεται τώρα, είναι να παίζουμε τους καουμπόηδες και τους ινδιάνους και αυτός να κάνει τον ινδιάνο με πειστικότητα και στα σοβαρά και να πεθαίνει χτυπημένος από τις σφαίρες μου, ο δείκτης μου να βγάζει καπνό, όπως και του ξαδέρφου μου, του Τόνι και του Μπάμπας, του διπλανού μου στο θρανίο. Δεν ξέρω γιατί, τούτη την ώρα, σκέφτομαι το πόσο ωραία πέθαινε ο καταδικασμένος, διπλώνονταν πάνω στο στομάχι, έπεφτε στα γόνατα, αναποδογυρισμένος, μέχρι να παραμείνει νεκρός, για τα καλά νεκρός, πάνω στα χορτάρια του πάρκου, ακίνητος μέχρι που εμείς τον πλησιάζαμε και τον σκουντούσαμε στους ώμους και ανασταίνονταν χαμογελαστός, σβήνοντας από το πρόσωπό μας την τρομάρα.
Δεν θα ήξερα να σας πω, αλλά στα σίγουρα εξ’ αιτίας αυτής την ανάμνησης, πλησιάζω το φέρετρο, όπου ξεκουράζεται γαλήνιος, με τα χέρια σταυρωμένα λίγο πιο κάτω από το στήθος και σκύβω επάνω του, πλησιάζω στο αυτί του και του λέω, ότι φτάνει πια, να μην κάνει άλλο τον ινδιάνο και τον σκουντάω στους ώμους, μέχρι που ο γιος του με συγκρατεί, τρελάθηκες ξεμωραμένε; Και έπειτα κάθομαι και περιμένω, παρόλο που πιστεύω ότι δεν θέλουν να μείνω, για να δω την μούρη που θα κάνουν οι άλλοι, όταν θα σηκωθεί.


Esperanza, Jesús Esnaola Moraza

 No sabría deciros por qué, de tantos recuerdos, justo me viene éste, de jugar a indios y vaqueros, de él haciendo de indio con mucho respeto y seriedad y muriendo abatido por mis tiros, mi dedo índice humeando, y los del primo Toni y del Babas, el compañero de pupitre. No sé por qué justo pienso en lo bien que se moría el condenado, doblándose sobre el estómago, cayendo de rodillas, retorcido, hasta quedar muerto y bien muerto sobre la hierba del parque, inmóvil hasta que nos acercábamos y lo sacudíamos de los hombros y resucitaba sonriente, borrándonos un poco la cara de susto.

No sabría deciros, pero seguramente por el recuerdo venido, me acerco al ataúd donde descansa sereno, con las manos cruzadas un poquito por debajo del pecho y me inclino sobre él, me acerco a su oído y le digo, ya está bien de hacer el indio, y lo sacudo de los hombros, hasta que me detiene su hijo, ¿pero estás loco viejo chocho?, y después me siento a esperar, aunque creo que no quieren que me quede, para ver la cara que ponen, los demás, cuando se levante.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.