Απαντοχή, Jesús Esnaola
Moraza
Δεν θα ήξερα να σας πω το
γιατί, από τις τόσες αναμνήσεις, αυτή που μου έρχεται τώρα, είναι να παίζουμε τους
καουμπόηδες και τους ινδιάνους και αυτός να κάνει τον ινδιάνο με πειστικότητα
και στα σοβαρά και να πεθαίνει χτυπημένος από τις σφαίρες μου, ο δείκτης μου να
βγάζει καπνό, όπως και του ξαδέρφου μου, του Τόνι και του Μπάμπας, του διπλανού
μου στο θρανίο. Δεν ξέρω γιατί, τούτη την ώρα, σκέφτομαι το πόσο ωραία πέθαινε
ο καταδικασμένος, διπλώνονταν πάνω στο στομάχι, έπεφτε στα γόνατα, αναποδογυρισμένος,
μέχρι να παραμείνει νεκρός, για τα καλά νεκρός, πάνω στα χορτάρια του πάρκου,
ακίνητος μέχρι που εμείς τον πλησιάζαμε και τον σκουντούσαμε στους ώμους και
ανασταίνονταν χαμογελαστός, σβήνοντας από το πρόσωπό μας την τρομάρα.
Δεν θα ήξερα να σας πω,
αλλά στα σίγουρα εξ’ αιτίας αυτής την ανάμνησης, πλησιάζω το φέρετρο,
όπου ξεκουράζεται γαλήνιος, με τα χέρια σταυρωμένα λίγο πιο κάτω από το στήθος
και σκύβω επάνω του, πλησιάζω στο αυτί του και του λέω, ότι φτάνει πια, να μην
κάνει άλλο τον ινδιάνο και τον σκουντάω στους ώμους, μέχρι που ο γιος του με
συγκρατεί, τρελάθηκες ξεμωραμένε; Και έπειτα κάθομαι και περιμένω, παρόλο που
πιστεύω ότι δεν θέλουν να μείνω, για να δω την μούρη που θα κάνουν οι άλλοι,
όταν θα σηκωθεί.
Esperanza, Jesús Esnaola Moraza
No sabría deciros por qué, de tantos
recuerdos, justo me viene éste, de jugar a indios y vaqueros, de él haciendo de
indio con mucho respeto y seriedad y muriendo abatido por mis tiros, mi dedo
índice humeando, y los del primo Toni y del Babas, el compañero de pupitre. No
sé por qué justo pienso en lo bien que se moría el condenado, doblándose sobre
el estómago, cayendo de rodillas, retorcido, hasta quedar muerto y bien muerto
sobre la hierba del parque, inmóvil hasta que nos acercábamos y lo sacudíamos de
los hombros y resucitaba sonriente, borrándonos un poco la cara de susto.
No sabría
deciros, pero seguramente por el recuerdo venido, me acerco al ataúd donde
descansa sereno, con las manos cruzadas un poquito por debajo del pecho y me
inclino sobre él, me acerco a su oído y le digo, ya está bien de hacer el
indio, y lo sacudo de los hombros, hasta que me detiene su hijo, ¿pero estás
loco viejo chocho?, y después me siento a esperar, aunque creo que no quieren
que me quede, para ver la cara que ponen, los demás, cuando se levante.