από εδώ
Βρίσκομαι τρεις ώρες στην
αναμονή. Η νοσοκόμα δεν ξεφυλλίζει την σελίδα του περιοδικού και οι υπόλοιποι
ασθενείς κάθονται στις καρέκλες της αίθουσας υποδοχής ακίνητοι.
Για να αντέξω τον πόνο
στο πρόσωπο, μετράω ξανά την χωρική διάταξη της κλινικής και είναι μια
πραγματική αποτυχία. Είμαι τελειομανής, είναι μια διαστροφή μου, που προέρχεται
από το επάγγελμά μου, είμαι αρχιτέκτονας.
Για να μπορέσω να
σπουδάσω, πέρασα μια δεκαετία στο εξωτερικό, χρόνος αρκετός για να αλλάξουν τα
πάντα κατά την επιστροφή μου. Από την άλλη πλευρά του ωκεανού, διάβαζα τις εφημερίδες
που μιλούσαν για καινούργιους νόμους στην χώρα μου, κοινωνικές διαμαρτυρίες,
κυβερνητικές ομάδες κρούσης, διεφθαρμένη αστυνομία και τελικά καταπίεση και
γενοκτονία. Η οικογένεια μου, μου έλεγε να μην ανησυχώ, με διαβεβαίωναν ότι όλα
αυτά ήταν μια βρώμικη προπαγάνδα της αντιπολίτευσης, για να δυσφημίσει την
κυβέρνηση, και ότι ήταν όλα ειρηνικά.
Την μέρα που επέστρεψα,
οι γονείς μου με περίμεναν στο αεροδρόμιο. Με φέρανε στο σπίτι, χωρίς να
σταματάνε να χαμογελούν και μου ζήτησαν να χαμογελάω και εγώ· κουρασμένος όπως ήμουν δεν τους έδωσα σημασία, αλλά τα ικετευτικά τους βλέμματα
με βίασαν να το κάνω. Μετά έβλεπα τον κόσμο στους δρόμους, στις στάσεις των
λεωφορείων, στα μπαρ, στα εστιατόρια, στις αγορές, νέοι, γέροι και παιδιά, όλοι χαμογελαστοί, συνεχώς. Στο σπίτι πια, ο
αδελφός μου, μου έδειξε το διάταγμα της συλλογικής ευτυχίας, που σε υποχρέωνε
να χαμογελάς, ειδάλλως φυλακή ή εξορία.
Η νοσοκόμα γυρίζει σελίδα και με ειδοποιεί ότι
έφτασε η σειρά μου. Ο γιατρός με υποδέχεται χαμογελαστός, κι ενώ εγώ ξαπλώνω στην
ανακλινόμενη έδρα, αυτός ξεκινά την μηνιαία θεραπεία που όλοι οι πολίτες
λαμβάνουμε, για να διατηρούμε το χαμόγελο μας μόνιμο.
Por decreto.
Alberto Sánchez Argüello.
Llevo tres horas
esperando. La enfermera no pasa la página de su revista y los demás pacientes
yacen en los sillones de recepción sin moverse.
Para soportar el
dolor del rostro vuelvo a medir el uso del espacio de la clínica, es un
verdadero desperdicio. Soy un perfeccionista, es un defecto que trae mi
profesión de arquitecto.
Para poder
estudiar pasé una década fuera, lo suficiente como para que todo hubiese
cambiado al volver. Desde el otro lado del mar leía los diarios que hablaban de
nuevas leyes en mi país, protestas sociales, grupos de choque del gobierno,
policía corrupta y finalmente la represión y el genocidio. Mi familia me decía
que no me preocupara, aseguraban que aquello sólo era una campaña sucia de la oposición
para desprestigiar al gobierno, que todo estaba en paz.
El día que
regresé mis padres me esperaban en el aeropuerto. Me llevaron a casa sin dejar
de sonreír y me pidieron que yo también sonriera; cansado como estaba no les
hice caso, pero sus miradas de suplica me forzaron a hacerlo. Luego fui viendo
a la gente en las calles, en las paradas de bus, en los bares, restaurantes,
mercados, niños, niñas, adultos, abuelos, abuelas, todos sonrientes, todo el
tiempo. Ya en casa mi hermano me mostró el decreto de la felicidad ciudadana
que mandaba a sonreír so pena de cárcel o exilio.
La enfermera pasa
de página y me avisa que llegó mi turno. El Doctor me recibe sonriente,
mientras me coloco en la silla reclinable y él comienza el tratamiento mensual
para recuperar la flexibilidad de la mandíbula, el mismo tratamiento que todos
los ciudadanos recibimos para mantener nuestras sonrisas de manera permanente.