Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

Με διάταγμα-Alberto Sánchez Argüello




από εδώ




Με διάταγμα-Alberto Sánchez Argüello

Βρίσκομαι τρεις ώρες στην αναμονή. Η νοσοκόμα δεν ξεφυλλίζει την σελίδα του περιοδικού και οι υπόλοιποι ασθενείς κάθονται στις καρέκλες της αίθουσας υποδοχής ακίνητοι.
Για να αντέξω τον πόνο στο πρόσωπο, μετράω ξανά την χωρική διάταξη της κλινικής και είναι μια πραγματική αποτυχία. Είμαι τελειομανής, είναι μια διαστροφή μου, που προέρχεται από το επάγγελμά μου, είμαι αρχιτέκτονας.
Για να μπορέσω να σπουδάσω, πέρασα μια δεκαετία στο εξωτερικό, χρόνος αρκετός για να αλλάξουν τα πάντα κατά την επιστροφή μου. Από την άλλη πλευρά του ωκεανού, διάβαζα τις εφημερίδες που μιλούσαν για καινούργιους νόμους στην χώρα μου, κοινωνικές διαμαρτυρίες, κυβερνητικές ομάδες κρούσης, διεφθαρμένη αστυνομία και τελικά καταπίεση και γενοκτονία. Η οικογένεια μου, μου έλεγε να μην ανησυχώ, με διαβεβαίωναν ότι όλα αυτά ήταν μια βρώμικη προπαγάνδα της αντιπολίτευσης, για να δυσφημίσει την κυβέρνηση, και ότι ήταν όλα ειρηνικά.
Την μέρα που επέστρεψα, οι γονείς μου με περίμεναν στο αεροδρόμιο. Με φέρανε στο σπίτι, χωρίς να σταματάνε να χαμογελούν και μου ζήτησαν να χαμογελάω και εγώ· κουρασμένος όπως ήμουν δεν τους έδωσα σημασία, αλλά τα ικετευτικά τους βλέμματα με βίασαν να το κάνω. Μετά έβλεπα τον κόσμο στους δρόμους, στις στάσεις των λεωφορείων, στα μπαρ, στα εστιατόρια, στις αγορές, νέοι, γέροι και παιδιά,  όλοι χαμογελαστοί, συνεχώς. Στο σπίτι πια, ο αδελφός μου, μου έδειξε το διάταγμα της συλλογικής ευτυχίας, που σε υποχρέωνε να χαμογελάς, ειδάλλως φυλακή ή εξορία.
Η νοσοκόμα γυρίζει σελίδα και με ειδοποιεί ότι έφτασε η σειρά μου. Ο γιατρός με υποδέχεται χαμογελαστός, κι ενώ εγώ ξαπλώνω στην ανακλινόμενη έδρα, αυτός ξεκινά την μηνιαία θεραπεία που όλοι οι πολίτες λαμβάνουμε, για να διατηρούμε το χαμόγελο μας μόνιμο.

Por decreto. Alberto Sánchez Argüello.
Llevo tres horas esperando. La enfermera no pasa la página de su revista y los demás pacientes yacen en los sillones de recepción sin moverse.
Para soportar el dolor del rostro vuelvo a medir el uso del espacio de la clínica, es un verdadero desperdicio. Soy un perfeccionista, es un defecto que trae mi profesión de arquitecto.
Para poder estudiar pasé una década fuera, lo suficiente como para que todo hubiese cambiado al volver. Desde el otro lado del mar leía los diarios que hablaban de nuevas leyes en mi país, protestas sociales, grupos de choque del gobierno, policía corrupta y finalmente la represión y el genocidio. Mi familia me decía que no me preocupara, aseguraban que aquello sólo era una campaña sucia de la oposición para desprestigiar al gobierno, que todo estaba en paz.
El día que regresé mis padres me esperaban en el aeropuerto. Me llevaron a casa sin dejar de sonreír y me pidieron que yo también sonriera; cansado como estaba no les hice caso, pero sus miradas de suplica me forzaron a hacerlo. Luego fui viendo a la gente en las calles, en las paradas de bus, en los bares, restaurantes, mercados, niños, niñas, adultos, abuelos, abuelas, todos sonrientes, todo el tiempo. Ya en casa mi hermano me mostró el decreto de la felicidad ciudadana que mandaba a sonreír so pena de cárcel o exilio.
La enfermera pasa de página y me avisa que llegó mi turno. El Doctor me recibe sonriente, mientras me coloco en la silla reclinable y él comienza el tratamiento mensual para recuperar la flexibilidad de la mandíbula, el mismo tratamiento que todos los ciudadanos recibimos para mantener nuestras sonrisas de manera permanente.

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

Ana María Shua-Σκιές

Σκιές

Αν τα φαντάσματα κρύβονται στο διάβα σου, τρέμοντας κάτω από το σεντόνι τους, αν οι σκελετοί, με ένα πήδο, βουτάνε πίσω στους ίδιους τους λάκκους τους, μην καυχιέσαι φίλε. Ποτέ μην καυχιέσαι, ότι έκανες τις σκιές να τρομάξουν. Οι μορφασμοί του τρόμου, με τους οποίους φεύγουν από μπροστά σου, δεν είναι τίποτα παραπάνω από ασκήσεις προσομοίωσης, με τις οποίες προσπαθούν να σε κάνουν να πιστέψεις ότι είσαι ακόμα ζωντανός.

Espectros
Ana María Shua


Si los fantasmas se esconden a tu paso con temblores de sábana, si los esqueletos vuelven a zambullirse de un salto en sus propias tumbas, no te jactes, amigo. Nunca te jactes de asustar a los espectros. Las muecas de terror con que se apartan de tu camino no son más que simulacros con los que pretenden hacerte creer que todavía estás vivo.