Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

Φθίνουσα παράνοια


Από εδώ
Alexandr Zchymczyk

Ένας από τους επιβάτες παρατήρησε ότι τα νούμερα που έβλεπε έξω από το παράθυρό του, ακολουθούσαν την φθίνουσα πορεία: ένα σπίτι είχε το νούμερο 7, μια αγγελία το 6, μια τράπεζα το 5, ο δρόμος το 4...
-Το αμάξι θα τρακάρει- είπε στον διπλανό του, κι εκείνος του έριξε μονάχα μια ματιά απορημένη. Με σπρωξιές ζήτησε να σταματήσουν, κατέβηκε από το λεωφορείο και διέσχισε τρομοκρατημένος τον δρόμο. Το φορτηγό που τον χτύπησε είχε αριθμό πινακίδας που τελείωνε σε δυο μηδενικά.



Paranoia regresiva

Uno de los pasajeros notó que los números que veía desde su ventanilla entraban en una cuenta regresiva: una casa tenía el número 7, un anuncio el 6, una banca 5, la calle 4…
—El camión va a chocar— le dijo a su compañero de asiento, quien sólo le dirigió una mirada interrogante. A empujones pidió la parada, bajó del autobús y cruzó la calle horrorizado. El camión que lo atropelló tenía placas con terminación doble cero.

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

Το κάδρο

                                                                                                                         από εδώ



Το κάδρο

Πάει καιρός που βρίσκεται εκεί, έτσι που μοιάζει, σαν μια προέκταση του παλιού διαχωριστικού. Από το εσωτερικό της κορνίζας, που μαύρισε από τα χρόνια και την νοσταλγία, ένας κομψός νεαρός με στρατιωτική περιβολή, μας χαμογελά.
-Είναι ο παππούς σου. Μου λέει και με ξαφνιάζει, καθώς τον κοιτάζω. Το λέει με το συναίσθημα, της πρώτης φοράς, σαν να το αποκάλυπτε σε ένα ξένο. Μετά η ίδια ιστορία. Ότι ήταν όμορφος, ότι κληρώθηκε να κάνει την θητεία του στην Αφρική και λίγο μετά που έφυγε, εκείνη κατάλαβε ότι ήταν σε ενδιαφέρουσα. «Αυτός δεν το έμαθε ποτέ», παραπονέθηκε.
-Κοίτα τον, ήταν γενναίος, κι αυτό το τέρας τον κατάπιε ολόκληρο· και δείχνει μια μικρή μυρμηγκοφωλιά που βρίσκεται στα πόδια του. Συνεχίζει να μιλά. Πως πέρασε εκεί πολλές ζέστες και αρρώστησε και πως τα γράμματα σταμάτησαν να έρχονται…
Μετά πάει και ψάχνει το τελευταίο και μου ζητάει να της το διαβάσω. Εγώ, όπως πάντα, της διηγούμαι τα τοπία, τα χρώματα, τους ήχους και το φως της Αφρικής, όπως τα περιγράφει ο παππούς· καμιά φορά μου ξεφεύγει κανένα δάκρυ, κυρίως όταν φτάνω στο σημείο, όπου της εξομολογείται ότι δεν θα γυρίσει, ότι τον μάγεψε η φύση, το καταιγιστικό πήγαινε-έλα της ζωής,  μια νέγρα με μεγάλα μάτια και τεράστια καρδιά.
Και να την συγχωρήσει, ικετεύει, και ποτέ δεν θα την ξεχάσει. Και την αποχαιρετά: «πάντα δικός σου».

-Εκεί είναι που λέει ότι με αγαπάει, αλήθεια; Με ρωτάει· κι εγώ για μια ακόμη φορά της λέω, ναι.