Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

Ο οπαδός

Εδουάρδο Γαλεάνο
Ο οπαδός

Μια φορά την εβδομάδα, ο οπαδός δραπετεύει από το σπίτι του και εμφανίζεται στο γήπεδο. Ανεμίζουν οι σημαίες, ηχούν οι ροκάνες, τα πυροτεχνήματα, τα ταμπούρλα, βρέχει σερπαντίνες και χαρτοπόλεμο. Η πόλη εξαφανίζεται, ξεχνιέται η ρουτίνα, υπάρχει μονάχα ο ναός. Σε αυτόν τον ιερό χώρο, η μοναδική θρησκεία που δεν έχει άθεους, εκτίθεται μπροστά στις θεότητές της. Αν και ο οπαδός μπορεί να επικοινωνήσει με το θαύμα, περισσότερο άνετα, στην οθόνη της τηλεόρασης, προτιμάει να πάει για προσκύνημα κατ’ ευθείαν εκεί όπου μπορεί να δει με σάρκα και οστά τους ίδιους τους αγγέλους του, να χτυπιούνται σε μονομαχία κάθε φορά με διαφορετικούς δαίμονες. Εδώ, ο οπαδός, κουνάει το κασκόλ, καταπίνει σάλιο, ξεροκαταπίνει, καταπίνει δηλητήριο, τρώει το κασκέτο του, μουρμουρίζει προσευχές και κατάρες και μετά ξελαρυγγιάζεται σε μια θερμή υποδοχή και πηδάει σαν ψύλλος αγκαλιάζοντας τον κάθε άγνωστο που φωνάζει «γκολ» δίπλα του. Ενώ διαρκεί αυτή η παγανιστική τελετή ο οπαδός είναι πολλοί. Με χιλιάδες αφοσιωμένους μοιράζεται την βεβαιότητα ότι είμαστε οι καλύτεροι, ότι όλοι οι διαιτητές είναι πουλημένοι, όλοι οι αντίπαλοι απατεώνες.  Σπανίως ο οπαδός λέει: «Σήμερα παίζει η ομάδα μου». Συνήθως λέει: «Σήμερα παίζουμε εμείς».  Ξέρει καλά αυτός ο δωδέκατος παίχτης, ότι είναι αυτός που φυσάει τους ανέμους του ενθουσιασμού που σπρώχνουν την μπάλα όταν αυτή κοιμάται, όπως καλά ξέρουν οι υπόλοιποι έντεκα παίχτες που παίζουν, ότι χωρίς τους οπαδούς είναι, σαν να χορεύουν χωρίς μουσική. Όταν το παιχνίδι ολοκληρώνεται, ο οπαδός, που δεν κουνήθηκε από τις κερκίδες, γιορτάζει την νίκη του. Τι γκολάρες τους βάλαμε, τι κατραπακιά τους δώσαμε, ή κλαίει για την ήττα του. Ξανά μας εξαπάτησαν, κλέφτη διαιτητή. Και τότε ο ήλιος δύει αποκαμωμένος και ο οπαδός επίσης. Πέφτουν οι σκιές στο γήπεδο που αδειάζει. Στις τσιμεντένιες κερκίδες καίνε, εδώ και εκεί, κάποιες φευγαλέες φωτιές, ενώ σβήνουν τα φώτα και οι φωνές. Το γήπεδο μένει μόνο και οι οπαδός γυρνάει στην μοναξιά του, εγώ που ήμουνα εμείς. Ο οπαδός απομακρύνεται, διαλύεται, χάνεται και η Κυριακή γίνεται μελαγχολική, σαν μια Τετάρτη από στάχτη μετά που πεθαίνει το καρναβάλι.

El Hincha



Una vez por semana, el hincha huye de su casa y asiste al estadio. Flamean las banderas, suenan las matracas, los cohetes, los tambores, llueven las serpientes y el papel picado; la ciudad desaparece, la rutina se olvida, sólo existe el templo. En este espacio sagrado, la única religión que no tiene ateos exhibe a sus divinidades. Aunque el hincha puede contemplar el milagro, más cómodamente, en la pantalla de la tele, prefiere emprender la peregrinación hacia este lugar donde puede ver en carne y hueso a sus ángeles, batiéndose a duelo contra los demonios de turno. Aquí, el hincha agita el pañuelo, traga saliva, glup, traga veneno, se come la gorra, susurra plegarias y maldiciones y de pronto se rompe la garganta en una ovación y salta como pulga abrazando al desconocido que grita el gol a su lado. Mientras dura la misa pagana, el hincha es muchos. Con miles de devotos comparte la certeza de que somos los mejores, todos los árbitros están vendidos, todos los rivales son tramposos. Rara vez el hincha dice: «hoy juega mi club». Más bien dice: «Hoy jugamos nosotros». Bien sabe este jugador número doce que es él quien sopla los vientos de fervor que empujan la pelota cuando ella se duerme, como bien saben los otros once jugadores que jugar sin hinchada es como bailar sin música. Cuando el partido concluye, el hincha, que no se ha movido de la tribuna, celebra su victoria; qué goleada les hicimos, qué paliza les dimos, o llora su derrota; otra vez nos estafaron, juez ladrón. Y entonces el sol se va y el hincha se va. Caen las sombras sobre el estadio que se vacía. En las gradas de cemento arden, aquí y allá, algunas hogueras de fuego fugaz, mientras se van apagando las luces y las voces. El estadio se queda solo y también el hincha regresa a su soledad, yo que ha sido nosotros: el hincha se aleja, se dispersa, se pierde, y el domingo es melancólico como un miércoles de cenizas después de la muerte del carnaval.

Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

Ερωτική συζήτηση

Nicanor Parra

Ερωτική συζήτηση

-Είμαστε μια ώρα εδώ
Αλλά συνέχεια μου απαντάς. το ίδιο..
Θέλεις να με ξετρελάνεις με τα αστεία σου
Αλλά τα αστεία σου τα ξέρω πια απ' έξω.
Δεν σου αρέσει το στόμα ούτε τα μάτια;
-Φυσικά και μου αρέσουν τα μάτια.
-Τότε γιατί δεν τα φιλάς λοιπόν;
-Φυσικά και θα τα φιλήσω.
-Δεν σου αρέσουν τα στήθη ούτε οι μηροί;
-Πως να μην μου αρέσουν τα στήθη!
-Τότε λοιπόν γιατί δεν αντιδράς;
Πιάσε τα, επωφελήσου από την κατάσταση.
-Δεν θέλω να τα πιάσω με την βία.
-Και τότε γιατί με έκανες να γδυθώ;
-Εγώ δεν σου είπα να γδυθείς
Ήσουν εσύ, μόνη σου, που γδύθηκες.
Ντυθείτε, πριν έρθει ο σύζυγός σας.
Αντί να το κουβεντιάζουμε
Ντυθείτε, πριν έρθει ο σύζυγός σας.

Conversación galante

-Hace una hora que estamos aquí
Pero siempre contestas con lo mismo.
Quieres volverme loca con tus chistes
Pero tus chistes me los sé de memoria.
¿No te gusta la boca ni los ojos?
-Claro que me gustan los ojos.
-¿Pero por qué no los besas, entonces?
-Claro que sí que los voy a besar.
-¿No te gustan los senos ni los muslos?
-¡Cómo no van a gustarme los senos!
-Pero entonces ¿por qué no reaccionas?
Tócalos, aprovecha la ocasión.
-No me gusta tocarlos a la fuerza.
-¿Y para qué me hiciste desnudarme?
-Yo no te dije que te desnudaras.
Fuiste tú misma quien se desnudó.
Vístase, antes que llegue su marido.
En vez de discutir
Vístase, antes que llegue su marido.