Federico García Lorca
Mariana Pineda
Αχ! Πόσο
λυπημένη μέρα στην Γρανάδα
που
κάνει και τις πέτρες να κλαίνε
βλέποντας
την μικρή Μαριάννα να πεθαίνει
στο ικρίωμα γιατί δεν μαρτύρησε.
Η μικρή
Μαριάννα καθισμένη στο δωμάτιο της,
δεν
σταματά να συλλογιέται:
«Αν ο
Πεδρόσα με έβλεπε να κεντάω
την σημαία
της λευτεριάς.»
Σαν τον
κρίνο τον κόψανε τον κρίνο,
σαν
τριαντάφυλλο το άνθος,
σαν τον
κρίνο τον κόψανε τον κρίνο,
κι ομόρφυνε η ψυχή γι' αυτό.
Αχ! Πόσο
λυπημένη μέρα στην Γρανάδα
που
κάνει και τις πέτρες να κλαίνε.
Εγώ που
είμαι κοντραμπατζής
αγέρωχος, αντρειωμένος
σε όλους
μπαίνω στο ρουθούνι
ατρόμητος
και τιμημένος.
Αχ! Αχ!
Αχ! Αγόρια, αχ! Κοπέλες
μαύρο
σκουτί ποιος θα μου πάρει;
το άλογό
μου κουρασμένο
κι εγώ
πεθαίνω απ’ την νύστα!
Αχ!
Αχ! Γιατί
κόντεψε το πανηγύρι
κι
άρχισε το πιστολίδι
Αχ! Αχ! Αλογατάκι μου
Άλογό
μου, με την λευκή μουσούδα, καμάρι μου
¡Oh! Qué día tan triste en Granada,
que las piedras hacía llorar
al ver que Marianita se muere
en cadalso por no declarar
Marianita sentada en su cuarto,
no paraba en considerar:
“Si Pedrosa me viera bordando
la bandera de la liberdad.”
Como lirio cortaron el lirio,
como rosa cortaron la flor,
como lirio cortaron el lirio,
más hermosa su alma quedó.
¡Oh! Qué día tan triste en Granada,
que las piedras hacía llorar
Yo que soy contrabandista
y campo por mis respetos
y a todos los desafío
porque a nadie tengo miedo
¡Ay! ¡Ay!
¡Ay muchachos!, ¡Ay muchachas!
¿Quién me compra hilo negro?
Mi caballo está rendido
¡y yo me muero de sueño!
¡Ay!
¡Ay! Que la ronda ya viene
Y se empezó el tiroteo
¡Ay!, ¡Ay! Caballito mío
caballo mío, careto.