Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2022

Carlos Ruiz Zafón- Η γυναίκα που εξατμίστηκε

 


...σκόνη και θρύψαλα . . . από εδώ

Carlos Ruiz Zafón- Η γυναίκα που εξατμίστηκε

Ποτέ δεν θα το ομολογήσω σε κανένα, αλλά βρήκα το διαμέρισμα από καθαρό θαύμα. Η Λάουρα, που είχε χείλια παθιασμένα, μονάχα για φίλημα, δούλευε βοηθός γραμματέα σε έναν κτηματομεσίτη. Την γνώρισα μια νύχτα του Ιούλη,  που ο ουρανός άτμιζε,  φλογισμένος από απελπισία. Εγώ κοιμόμουν στην ύπαιθρο, σε ένα παγκάκι της πλατείας, όταν με ξύπνησε ένα άγγιγμα χειλιών. «Χρειάζεσαι ένα μέρος για να μείνεις;» Η Λάουρα με οδήγησε ως την εξώπορτα. Το κτήριο ήταν ένα από αυτά τα κάθετα μαυσωλεία, που στοιχειώνουν την παλιά πόλη, ένας λαβύρινθος από καλλιτεχνικά λούκια νερού και μερεμέτια, στου οποίου το στηθαίο, επάνω, έγραφε 1866. Την ακολούθησα, σχεδόν στα τυφλά, ανεβαίνοντας τις σκάλες. Στο βήμα μας, το κτήριο έτριζε, σαν τα γέρικα καράβια. Η Λάουρα δε μου ζήτησε εκκαθαριστικό, ούτε συστάσεις. Καλύτερα, γιατί στην φυλακή δεν σου δίνουν τίποτα από τα δυο. Η σοφίτα είχε το μέγεθος του κελιού μου, ένα μέρος που κρέμονταν σε μια τούνδρα από σκεπές. «Θα μείνω», είπα. Για να πω την αλήθεια, μετά από τρία χρόνια στην φυλακή, είχα χάσει την αίσθηση της όσφρησης κι αυτό με τις φωνές που διαπερνούσαν, γλύφοντας  τους τοίχους, δεν αποτελούσε και κάτι το καινούργιο. Η Λάουρα ανέβαινε σχεδόν κάθε νύχτα. Το κρύο δέρμα της και η πάχνη της ανάσας της, ήταν τα μόνα που δεν ζεμάταγαν, εκείνο το κολασμένο καλοκαίρι. Το ξημέρωμα, η Λάουρα, χανόταν κάτω στις σκάλες, σιωπηλά. Εγώ, εκμεταλλευόμουν την διάρκεια της ημέρας, για να κοιμηθώ. Οι γείτονες της σκάλας, είχαν εκείνη την μειλίχια ευγένεια που συμβαδίζει με την μιζέρια. Μέτρησα έξη φαμίλιες, όλες με παιδιά και γέρους, που μύριζαν κάπνα και χώμα ανασκαλεμένο. Ο αγαπημένος μου ήταν ο δον Φλοριάν, που ζούσε ακριβώς από κάτω και ζωγράφιζε κούκλες κατά παραγγελία. Πέρασα εβδομάδες, χωρίς να βγω από το κτήριο. Οι αράχνες σχεδίαζαν αραβουργήματα στην πόρτα μου. Η δόνα Λουΐζα, του τρίτου, πάντα μου ανέβαζε κάτι για φαγητό. Ο δον Φλοριάν, μου δάνειζε περιοδικά και με δοκίμαζε στο ντόμινο. Τα παιδιά της σκάλας με φώναζαν να παίξουμε κρυφτό. Για πρώτη φορά στην ζωή μου, ένιωσα καλοδεχούμενος, σχεδόν αγαπητός. Τα μεσάνυχτα, η Λάουρα, κουβαλούσε τα δεκαεννέα της χρόνια, τυλιγμένα σε λευκό μετάξι και έκανε σαν να επρόκειτο για την τελευταία φορά. Της έκανα έρωτα ως την αυγή, χορταίνοντας στο σώμα της, όσα η ζωή μου είχε ληστέψει. Μετά, εγώ ονειρευόμουν μαυρόασπρα, όπως τα σκυλιά και οι καταραμένοι. Τελικά, ακόμα και στα ρετάλια αυτής της ζωής, όπως εγώ, τους επιτρέπεται μια θέα ευτυχίας σε αυτόν τον κόσμο. Εκείνο το καλοκαίρι ήταν η δικιά μου. Όταν, στα τέλη Αυγούστου, ήρθαν από την Δημοτική Υπηρεσία, τους πήρα για αστυνομικούς. Ο μηχανικός των κατεδαφίσεων μου είπε ότι δεν είχε τίποτα ενάντια στους καταληψίες, αλλά – και λυπόταν πολύ γι’ αυτό – επρόκειτο να βάλουν δυναμίτες στο κτήριο. «Κάποιο λάθος θα έχει γίνει», είπα. Όλα τα κεφάλαια της ζωής μου, αρχίζουν με αυτήν την φράση. Κατέβηκα γρήγορα τις σκάλες ως το γραφείο του κτηματομεσίτη, για να βρω την Λάουρα. Όταν έφτασα υπήρχε μια κρεμάστρα και σκόνη μισή παλάμη. Ανέβηκα στο σπίτι του δον Φλοριάν. Πενήντα κούκλες, χωρίς μάτια, σάπιζαν στο μισοσκόταδο. Διέτρεξα το κτήριο, αναζητώντας κανένα γείτονα. Σιωπηλοί διάδρομοι στοιβάζονταν κάτω από μπάζα. «Αυτή η ιδιοκτησία είναι προγεγραμμένη από το 1939, νεαρέ – με πληροφόρησε ο μηχανικός-. Η βόμβα που σκότωσε τους ενοίκους κατέστρεψε τον φέροντα οπλισμό ανεπιστρεπτί.» Ανταλλάξαμε μερικά λογάκια. Νομίζω ότι τον έσπρωξα κάτω στην σκάλα. Αυτή τη φορά, ο δικαστής αποφάσισε κατά βούληση. Οι παλιοί συγκάτοικοι, μου είχαν φυλάξει την κουκέτα: «Στο τέλος πάντα γυρίζεις.» Ο Ερνάν, αυτός της βιβλιοθήκης, μου βρήκε το απόκομμα από την είδηση του βομβαρδισμού. Στην φωτογραφία, τα σώματα είναι στοιχισμένα σε ξύλινες κάσες, διαμελισμένα από τις ριπές, αλλά αναγνωρίσιμα. Ένα λουτρό αίματος, επάνω στο καλντερίμι. Η Λάουρα ντυμένη στα λευκά, τα χέρια επάνω στο ανοιχτό στήθος. Πέρασαν πια δυο χρόνια, αλλά στην φυλακή ζεις ή πεθαίνεις με τις αναμνήσεις. Οι δεσμοφύλακες περνιόνται για έξυπνοι, αλλά εκείνη ξέρει να ξεγελάει όλους του ελέγχους. Τα μεσάνυχτα, τα χείλια της με ξυπνάνε. Μου φέρνει χαιρετίσματα από τον δον Φλοριάν και τους υπόλοιπους. «Θα με αγαπάς για πάντα, ε;», ρωτάει η Λάουρα μου. Εγώ, της λέω, ναι.



Carlos Ruiz Zafón- La mujer de vapor

Nunca se lo confesé a nadie, pero conseguí el piso de puro milagro. Laura, que tenía besar de tango, trabajaba de secretaria para el administrador de fincas del primero segunda. La conocí una noche de julio en que el cielo ardía de vapor y desesperación. Yo dormía a la intemperie, en un banco de la plaza, cuando me despertó el roce de unos labios. «¿Necesitas un sitio para quedarte?» Laura me condujo hasta el portal. El edificio era uno de esos mausoleos verticales que embrujan la ciudad vieja, un laberinto de gárgolas y remiendos sobre cuyo atrio se leía 1866. La seguí escaleras arriba, casi a tientas. A nuestro paso, el edificio crujía como los barcos viejos. Laura no me preguntó por nóminas ni referencias. Mejor, porque en la cárcel no te dan ni unas ni otras. El ático era del tamaño de mi celda, una estancia suspendida en la tundra de tejados. «Me lo quedo», dije. A decir verdad, después de tres años en prisión, había perdido el sentido del olfato, y lo de las voces que transpiraban por los muros no era novedad. Laura subía casi todas las noches. Su piel fría y su aliento de niebla eran lo único que no quemaba de aquel verano infernal. Al amanecer, Laura se perdía escaleras abajo, en silencio. Durante el día yo aprovechaba para dormitar. Los vecinos de la escalera tenían esa amabilidad mansa que confiere la miseria. Conté seis familias, todas con niños y viejos que olían a hollín y a tierra removida. Mi favorito era don Florián, que vivía justo debajo y pintaba muñecas por encargo. Pasé semanas sin salir del edificio. Las arañas trazaban arabescos en mi puerta. Doña Luisa, la del tercero, siempre me subía algo de comer. Don Florián me prestaba revistas viejas y me retaba a partidas de dominó. Los críos de la escalera me invitaban a jugar al escondite. Por primera vez en mi vida me sentía bienvenido, casi querido. A medianoche, Laura traía sus diecinueve años envueltos en seda blanca y se dejaba hacer como si fuera la última vez. La amaba hasta el alba, saciándome en su cuerpo de cuanto la vida me había robado. Luego yo soñaba en blanco y negro, como los perros y los malditos. Incluso a los despojos de la vida como yo se les concede un asomo de felicidad en este mundo. Aquel verano fue el

mío. Cuando llegaron los del ayuntamiento a finales de agosto los tomé por policías. El ingeniero de derribos me dijo que él no tenía nada contra los okupas, pero que, sintiéndolo mucho, iban a dinamitar el edificio. «Debe de haber un error», dije. Todos los capítulos de mi vida empiezan con esa frase. Corrí escaleras abajo hasta el despacho del administrador de fincas para buscar a Laura. Cuanto había era una percha y medio palmo de polvo. Subí a casa de don Florián. Cincuenta muñecas sin ojos se pudrían en las tinieblas. Recorrí el edificio en busca de algún vecino. Pasillos de silencio se apilaban debajo de escombros. «Esta finca está clausurada desde 1939, joven —me informó el ingeniero—. La bomba que mató a los ocupantes dañó la estructura sin remedio.» Tuvimos unas palabras. Creo que lo empujé escaleras abajo. Esta vez, el juez se despachó a gusto. Los antiguos compañeros me habían guardado la litera: «Total, siempre vuelves.» Hernán, el de la biblioteca, me encontró el recorte con la noticia del bombardeo. En la foto, los cuerpos están alineados en cajas de pino, desfigurados por la metralla pero reconocibles. Un sudario de sangre se esparce sobre los adoquines. Laura viste de blanco, las manos sobre el pecho abierto. Han pasado ya dos años, pero en la cárcel se vive o se muere de recuerdos. Los guardias de la prisión se creen muy listos, pero ella sabe burlar los controles. A medianoche, sus labios me despiertan. Me trae recuerdos de don Florián y los demás. «Me querrás siempre, ¿verdad?», pregunta mi Laura. Y yo le digo que sí.