Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2021

José María Merino-Το γράμμα στο δέντρο

 



... όρκοι ... από εδώ

José María Merino-Το γράμμα στο δέντρο

Γύρισε, έπειτα από είκοσι χρόνια, στην πόλη της παιδικής του ηλικίας και της εφηβείας του, στην άλλη πλευρά του ωκεανού. Διέσχιζε τους παλιούς δρόμους, παρατηρώντας με περιέργεια τις αλλαγές στα χρώματα των σπιτιών και στα χαρακτηριστικά των περαστικών. Αποκαλύπτεται, ξαφνικά, μπροστά του, το πάρκο με τις κούνιες, το μέρος που έκανε βόλτες και κουβέντιασε για πρώτη φορά με κοπέλες. Επιστρέφουν σ’ αυτόν τα μαύρα μάτια της Ρόζας, τα λευκά της, απαλά χέρια, ο επώδυνος χωρισμός, όταν εκείνος έπρεπε να ακολουθήσει την οικογένεια του στην μετακόμιση, στην πόλη που μεγάλωσε. Θυμάται, ότι πριν χωρίσουν, έγραψαν ένα γράμμα, στο οποίο επιχειρούσαν να ξορκίσουν το μέλλον: η αγάπη τους, δεν θα τελείωνε, θα συναντιόντουσαν ξανά, για να μην χωρίσουν ποτέ πια. Το υπέγραψαν με αίμα, μια τσιμπιά στην ψίχα του δείκτη, του αριστερού χεριού, το έβαλαν σε ένα μικρό μπουκάλι και αφού το έκλεισαν το έκρυψαν σε μια τεράστια σχισμή, ενός γέρικου δέντρου, που άπλωνε τα μαυριδερά κλαδιά του, στην πιο πυκνή άκρη του πάρκου. Με μια ώθηση, που τον κάνει λιγάκι να ντρέπεται, ψάχνει ανάμεσα στα ξερά φύλλα, στα χαρτιά, στις πέτρες και στα παλιά σκουπίδια, που γεμίζουν την κοιλότητα, μέχρι που βρίσκει το μπουκάλι. Το ανοίγει και βγάζει το χαρτί, αλλά όταν το διαβάζει, το μήνυμα έχει αλλάξει: «Συγγνώμη, Χοακίν», λέει. «Ο καιρός περνά, δεν γυρίζεις και γνώρισα τον Αλμπέρτο, ένα πολύ αρρενωπό αγόρι». Και υπογράφει  η Ρόζα, αυτή τη φορά, χωρίς αίμα.

 

La carta en el árbol de Jose María Merino

Ha regresado, veinte años después, a la ciudad de su infancia y adolescencia, al otro lado del océano. Recorre las antiguas calles observando con extrañeza los cambios en los colores de las casas y en los trazados callejeros. Se le revela de repente el parque de los juegos de niños, el lugar en el que conversó y paseó con muchachas por primera vez. Vuelven a él los ojos negros de Rosa, sus manos blancas y suaves, la separación dolorosa, cuando él tuvo que acompañar a su familia en el traslado a la ciudad donde ha crecido. Recuerda que antes de separarse escribieron una carta en la que pretendían conjurar el futuro: su amor no se  extinguiría, volverían a reunirse para no separarse nunca más. La firmaron con sangre, un alfilerazo en la yema del índice de cada mano izquierda, la introdujeron en una botella pequeña y, tras cerrarla, la escondieron en la enorme hendidura de un árbol muy viejo, que alza todavía sus ramas negruzcas en el extremo más frondoso del lugar. En un impulso que lo avergüenza un poco, rebusca entre las hojas secas, los papeles, las piedras y los desperdicios antiguos que ocupan la cavidad,  hasta encontrar la botella. La abre y saca el papel, pero cuando lo lee,  el mensaje ha cambiado: “Lo siento, Joaquín”, dice. “El tiempo pasa, no vuelves, y he conocido a Alberto, un chico muy majo”. Y firma Rosa, esta vez sin sangre