Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

Julio Cortázar-Αγγίζω το στόμα σου



...ερωτικοί αυτοσχεδιασμοί... από εδώ

Julio Cortázar-Αγγίζω το στόμα σου

«Αγγίζω το στόμα σου, με το δάχτυλο αγγίζω την άκρη απ’ το στόμα σου, το σχεδιάζω, σαν να προβάλλει από το χέρι μου, σαν για πρώτη φορά να μισανοίγει το στόμα σου, και φτάνει να κλείσω τα μάτια για να τα σβήσω όλα και να αρχίσω πάλι, κάθε φορά κάνω να γεννηθεί το στόμα που επιθυμώ, το στόμα που επιλέγει το χέρι μου και το ζωγραφίζω στο πρόσωπο σου, ένα στόμα διαλεγμένο ανάμεσα σε πολλά, με απόλυτη ελευθερία, διαλεγμένο και σχεδιασμένο από το χέρι μου στο πρόσωπό σου, και από μια τύχη, που δεν μπορώ να κατανοήσω, συμπίπτει ακριβώς με το δικό σου στόμα, αυτό που χαμογελά κάτω από αυτό, που το χέρι μου σχεδιάζει.

Με κοιτάζεις, με κοιτάζεις από κοντά, κάθε φορά και πιο κοντά και τότε παίζουμε τους κύκλωπες, κοιταζόμαστε κάθε φορά και πιο κοντά και τα μάτια μεγαλώνουν, πλησιάζουν, επικαλύπτονται και οι κύκλωπες κοιτάζονται, ανασαίνουν μπερδεμένοι, τα στόματα βρίσκονται και παλεύουν χλιαρά, δαγκώνονται στα χείλια, ίσα που στηρίζεται η γλώσσα στα δόντια, παίζοντας στα όρια, όπου ο βαρύς αέρας πάει κι έρχεται με μια αρχαία μυρωδιά και μια σιωπή. Τότε, τα χέρια μου ψάχνουν να βυθιστούν στα μαλλιά σου, χαϊδεύουν αργά το βάθος των μαλλιών σου, ενώ φιλιόμαστε, σαν να είχαμε το στόμα γεμάτο λουλούδια ή ψάρια, με κινήσεις ζωηρές, με σκοτεινό άρωμα. Κι αν δαγκωνόμαστε ο πόνος είναι γλυκός κι αν πνιγόμαστε μέσα σε ένα σύντομο και φοβερό, ταυτόχρονο ρούφηγμα της αναπνοής, αυτός ο στιγμιαίος θάνατος είναι όμορφος. Και υπάρχει ένα μόνο σάλιο και μια μόνο γεύση ώριμου φρούτου, κι εγώ σε νιώθω να τρέμεις επάνω μου, σαν μια σελήνη στο νερό».

Julio Cortázar- Toco tu boca

«Toco tu boca, con un dedo toco el borde de tu boca, voy dibujándola como si saliera de mi mano, como si por primera vez tu boca se entreabriera, y me basta cerrar los ojos para deshacerlo todo y recomenzar, hago nacer cada vez la boca que deseo, la boca que mi mano elige y te dibuja en la cara, una boca elegida entre todas, con soberana libertad, elegida por mí para dibujarla con mi mano en tu cara, y que por un azar que no busco comprender coincide exactamente con tu boca que sonríe por debajo de la que mi mano te dibuja.

Me miras, de cerca me miras, cada vez más cerca y entonces jugamos al cíclope, nos miramos cada vez más de cerca y los ojos se agrandan, se acercan entre sí, se superponen y los cíclopes se miran, respirando confundidos, las bocas se encuentran y luchan tibiamente, mordiéndose los labios, apoyando apenas la lengua en los dientes, jugando en sus recintos donde el aire pesado va y viene con un perfume viejo y un silencio. Entonces, mis manos buscan hundirse en tu pelo, acariciar lentamente la profundidad de tu pelo mientras nos besamos como si tuviéramos la boca llenas de flores o de peces, de movimientos vivos, de fragancia oscura. Y si nos mordemos el dolor es dulce, y si nos ahogamos en un breve y terrible absorber simultáneo del aliento, esa instantánea muerte es bella. Y hay una sola saliva y un solo sabor a fruta madura, y yo te siento temblar contra mí como una luna en el agua».