Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

Miguel Bravo Vadillo-Αυγή




από εδώ



Miguel Bravo Vadillo-Αυγή

 Τι ωφελεί να βλέπεις θλιμμένος προς το παλιό λιμάνι
όταν, ασταμάτητα, μακραίνουν απ’ αυτό τα πλοία;
Έχε την πίστη σου γερά βαλμένη στον μακρινό ορίζοντα,
εκεί όπου η ελπίδα,
καυτή όπως ο ήλιος, πάντα ξεπροβάλλει.
Τι ωφελεί την σκέψη σου να μπήγεις
στου χθες τις πράσινες πεδιάδες,
στους κουρσεμένους της πατρίδας σου τους δρόμους,
στης νιότης σου τους θαυμαστούς εξώστες;
Αγρύπνα πιο καλά το μέλλον σου να μην προδώσουν
οι αντηχήσεις οι γλυκιές της μνήμης,
η νοσταλγία – όνειρο δίχως αύριο -
να μην κυριεύσει το αχαλίνωτο σου πνεύμα,
και η λύπη – των σκιών καταφύγιο –
να μην φωλιάσει στην ευγενική καρδιά σου.
Καλύτερα μην σύρεις το φλογερό σου βλέμμα
-το πάντα κοφτερό – από το άστρο της ανατολής.
Συφοριασμένο με μπελάδες είναι το μακρύ ταξίδι,
και χίλια όνειρα ακόμα στριμώχνονται στ’ αμπάρια σου,
Έτσι ξεδιπλώνεται το πανί στον ζωοδότη ζέφυρο,
κι από το στήθος σου – με ζέση φουσκωμένο –
ποτέ δεν λείπει μειλίχιο το βάλσαμο της χαράς,
αφού μπροστά σου, στεφανωμένη με υποσχέσεις,
απλώνεται της γαλάζιας θάλασσας η ευωδία.
Όμως αν ξέφρενοι άνεμοι και θυμωμένες τρικυμίες
κουνήσουν – ξέρεις τώρα – το παλιό σκαρί,
να μην δειλιάσει το πνεύμα σου
και άρπαξε πιο δυνατά το τιμόνι,
γιατί δεν θ’ αργήσουν να φανούν ξανά
απ’ της μετζάνας την μεριά τα ποθητά μελλούμενα.
Μην το ξεχνάς, σκοπός σου το ταξίδι,
γεννήθηκες γι’ αυτό δεν ξέρεις άλλη τέχνη.
Ναι,  άντρα ατίθασε και ταμαχιάρη,
αδελφέ μου στην αιώνια κίνηση δοσμένε,
οι μοίρες και των δυο μας αφημένες
στης καπριτσιόζας τύχης τα ραπίσματα,
όμως και τα ιδανικά που την θέλησή μας
μαστιγώνουν, κι αυτά πεισματάρικα είναι,
και πάντοτε μας αιχμαλωτίζει η λαχταριστή λευτεριά
με την ωραία και την σφριγηλή της όψη.
Γιατί το σκέφτεσαι, λοιπόν,
ν’ αφήσεις τον σκληρό διάπλου;
Καλύτερα πάντα μπροστά να βλέπουμε,
προς μια ζωή χειροπιαστή … κι όσο για τ’ όνειρο
ας βλέπουμε προς τον ανέγγιχτο ορίζοντα.


Aurora
Miguel Bravo Vadillo

¿De qué sirve mirar afligido hacia el antiguo puerto
cuando, sin cesar, de él se aleja la nave?
Mejor cifra tu credo en el lejano horizonte,
aquel por donde la esperanza,
cálida como el sol, siempre despunta.

¿De qué sirve fijar tu pensamiento
en los verdes valles de antaño,
en los caminos hollados de tu patria,
en los espléndidos parajes de tu juventud?
Mejor vigila que no traicionen tu porvenir
las dulces resonancias de la memoria,
que la nostalgia –sueño sin mañana–
no se apodere de tu ánimo resuelto,
y que la tristeza –refugio de las sombras–
no tome asiento en tu noble corazón.

Mejor no apartes la ardiente mirada
–siempre indagadora– de la estrella del este.
Plagado de aventuras está el largo viaje,
y mil sueños abarrotan aún tus bodegas.
Así que despliega el velamen al fructífero favonio,
y que de tu pecho –henchido de entusiasmo–
nunca deserte el apacible bálsamo de la alegría;
pues ante ti, coronado de promesas,
se extiende el azul fragante del mar.

Pero si vientos desatados y tormentas furiosas
sacuden –ya sabes– el caduco navío,
que no desfallezca tu espíritu
y agarra el timón con más fuerza,
porque no tardarán en reír de nuevo
los buenos augurios en torno a la mesana.
No olvides que viajar es tu oficio,
naciste para él y no conoces otra suerte.

Sí, hombre rebelde y laborioso,
mi hermano entregado a la actividad eterna,
expuestos están tu destino y el mío
a los embates de la caprichosa fortuna;
pero también son tenaces los ideales
que estimulan nuestra voluntad,
y en todo tiempo la anhelada libertad nos cautiva
con su bello y estremecedor paisaje.
¿Para qué pensar, entonces,
en abandonar la dura travesía?

Mejor miremos siempre hacia delante,
hacia una vida por vivir… y por soñar,
hacia el horizonte inalcanzable.