...κάποιες παιδικές διαπιστώσεις... από εδώ
Francisco
Rodríguez Criado-Το χέρι του Θεού
Μετά το δείπνο, η μαμά μας
διάβαζε αποσπάσματα από την Βίβλο. Και λέω «δείπνο», για να πω κάτι, η αλήθεια
είναι ότι πεινούσαμε, πείνα και των γονέων, ίσα που έφταναν τα οικονομικά μας για
κανένα ποτήρι ζεστό γάλα και κάνα-δυο μπισκότα. Η θεία μας έφερνε που και που ψωμί και βούτυρο, και κάποιες άλλες φορές
η τύχη μας προμήθευε μερικές μερίδες από ψεύτικες αυταπάτες για να ρίξουμε στο
στομάχι.
Μια μέρα ο Χαβιέ ανακοίνωσε ότι στο ραδιόφωνο, ένας συγγραφέας
οργάνωνε ένα διαγωνισμό μικροδιηγημάτων. Δέκα γραμμές το πολύ. Το βραβείο
συνίστατο σε πέντε βιβλία και ένα χοιρινό μπούτι. Τα ισχνά μας πρόσωπα
φωτίστηκαν, περισσότερο για το μπούτι παρά για τα βιβλία. «Εγώ θα γράψω την
πρώτη γραμμή- είπε ο μπαμπάς-, και εσείς το υπόλοιπο. Είναι πια καιρός να
κάνετε και εσείς κάτι χρήσιμο.» Σηκώσαμε τα μανίκια. Η μαμά την δεύτερη γραμμή· η Ροσάριο την τρίτη, ο Πέπε την τέταρτη· η Ισαβέλλα, ο Χαβιέ, ο Νάτσο και
ο Αύγουστος έγραψαν την πέμπτη, την έκτη, την έβδομη και την όγδοη. Και την
επόμενη; Κοιτάξαμε τον σκύλο, που με την ουρά στα σκέλια έφυγε για το διπλανό
δωμάτιο. Πείσαμε ένα τύπο που περνούσε
μια φορά την εβδομάδα από το σπίτι, για να γράψει αυτός την επόμενη γραμμή. Η
μαμά, μέσα από τα δόντια της, τον έλεγε «ο πιστωτής», και εγώ θεωρούσα
δεδομένο, ότι ένας πιστωτής είναι ο πιστός μιας θρησκείας, διαφορετικής από την
δική μας. Η γραφή του άντρα ήταν σταθερή και σίγουρη, φαινόταν ότι έτρωγε καλά.
Έπειτα κοιτάξαμε ενθουσιασμένοι το χαρτί με τα ορνιθοσκαλίσματα. «Πάμε για
ύπνο- είπε ο μπαμπάς-. Και έτσι θα σκεφτούμε με προσοχή την τελευταία γραμμή.»
Η μαμά, θρήσκα μέσα στην απελπισία, είπε: «Είναι έτοιμο, λείπει μόνο το χέρι
του Θεού και το μπούτι είναι δικό μας». Πρέπει να πω ότι κανένας δεν κοιμήθηκε
εκείνη την νύχτα, της πλήρως ιντελεκτουέλ αυτοσυγκέντρωσης.
Το επόμενο πρωί έγινε το θαύμα. Όταν η μαμά
σηκώθηκε για να δει αν υπάρχει κάτι στο ψυγείο, βρήκε ότι κάποιος, ο οποίος
υπέγραφε ως το Χέρι του Θεού, είχε τελειώσει το διήγημα (παρεμπιπτόντως, με ένα
στυλ σαφώς υπερβατικό). Πηδήξαμε από την χαρά μας.
Την ημέρα του διαγωνισμού ακούσαμε την εκπομπή,
όλοι καρφωμένοι γύρω από το ραδιόφωνο. Δεν κερδίσαμε. Ούτε μας ανέφεραν καν. Ίσως να μας έλλειπε το λογοτεχνικό ταλέντο…
Ακόμα πεινάμε. Όμως τουλάχιστον ξέρουμε ότι Θεός δεν υπάρχει.
La mano de Dios. Francisco
Rodríguez Criado.
Después de la
cena, mamá nos leía un fragmento de la Biblia. Y digo “cena” por decir algo, en
verdad pasábamos hambre, mucha hambre, apenas daba la economía para unos vasos
de leche caliente y un par de galletas. La tía a veces nos traía pan y
mantequilla, y otras veces era el propio azar quien nos suministraba unas
porciones de falsas ilusiones que echarnos al estómago.
Un día Javier
anunció que en la radio un escritor organizaba un concurso de relatos breves.
Diez líneas como máximo. El premio consistía en cinco libros y un jamón de
bellota. Nuestros rostros escuálidos centellearon de repente, más por el jamón
que por los libros. “Yo escribiré la primera línea -dijo papá-, y vosotros el
resto. Ya es hora de que hagáis algo de provecho.” Pusimos manos a la obra.
Mamá, la segunda línea; Rosario, la tercera, Pepe, la cuarta; Isabel, Javier,
Nacho y Augusto escribieron la quinta, sexta, séptima y octava. ¿Y la
siguiente? Miramos a la perra, que encogió el rabo y huyó a otra habitación.
Convencimos a un tipo que pasaba cada semana por casa para que escribiera la
siguiente línea. Mamá, entre dientes, le llamaba “el acreedor”, y yo daba por
hecho que un acreedor era el devoto de una religión diferente a la católica. El
hombre tenía una letra firme y regular, se notaba que comía de lo lindo.
Después observamos embelesados el papel garabateado. “Vamos a dormir -dijo
papá-. Y así pensamos detenidamente la última línea”. Mamá, religiosa en la
desesperación, dijo: “Ya está, sólo falta la mano de Dios y el jamón es nuestro”.
He de decir que nadie durmió aquella noche, de pura concentración intelectual.
A la mañana
siguiente sucedió el milagro. Cuando mamá se levantó para mirar si había algo
en el frigorífico, encontró que alguien que firmaba como La Mano de Dios había
finalizado el relato (con cierto estilo celestial, dicho sea de paso). Botamos
de alegría.
El día del
concurso escuchamos el programa, todos apiñados alrededor de la radio. No
ganamos. Ni siquiera se nos mencionó. Quizá nos faltaba talento literario…
Ahora seguimos
pasando hambre. Pero al menos ya sabemos que Dios no existe.