Παρασκευή 10 Ιουλίου 2015

Τα ποδήλατα της ζωής μου

                                                                                                                           από εδώ

Τα ποδήλατα της ζωής μου

Ομολογώ, ότι είχα πολλά. Παρόλο, που κανένα δεν ήταν τόσο σπέσιαλ όσο το πρώτο.

Παρουσιάστηκε μαζί με τα παπούτσια μου, μια Πρωτοχρονιά κάποιου έτους που- επί τέλους- ο Άγιος Βασίλης έλαβε το γράμμα μου. Ήταν μια σαίτα. Ήξερα, ότι αυτό θα με οδηγούσε σε εκείνους τους δρόμους, που ποτέ δεν είχα αντιμετωπίσει μόνος και δεν με απογοήτευσε. Κι ακόμη ήταν υπομονετικό. Εκτεθειμένο στις λαύρες του καλοκαιριού και στους πάγους του Δεκέμβρη, περίμενε να τελειώσουν οι αγώνες ποδοσφαίρου ή τα ατελείωτα κυνηγητά βατραχιών και στωικά υπέμενε τις εφορμήσεις μου στις ανηφορικές πλαγιές ή το πέρασμα ανάμεσα από τους βάλτους. Αλλά ο χρόνος κύλησε και εκείνο δεν ήξερε πώς να προσαρμοστεί στις αλλαγές, που προκάλεσε αυτός σε εμένα. Μια πατίνα μοναξιάς το έκανε αόρατο, κρεμασμένο σε μια γωνιά στο βάθος του γκαράζ.

Μετά ήρθε ένα γαμάτο mountain bike με ταχύτητες, που έδεσε με το πιο περιπετειώδες κομμάτι μου. Υπήρχαν κι άλλα. Η κούρσα, που μετάλλαξε τα νωχελικά κυριακάτικα πρωινά και κουβάλησε τα τελευταία ξεσπάσματα της νιότης μου, οδηγώντας με στην κατάκτηση του ίδιου μου του εαυτού, μέσα από παράπλευρα δρομάκια.


Όλα ήταν τέλεια και όλα τα κρατάω στην μνήμη μου, ενώ ποδηλατώ σε τούτο, που αγκυρωμένο στην μέση της σάλας, προσθέτει νοσταλγίες και αφαιρεί θερμίδες.

Confieso que hubo muchas. Aunque ninguna tan especial como la primera.

Apareció junto a mis zapatos un seis de enero de un año en el que -por fin- los reyes recibieron mi carta. Fue un flechazo. Supe que ella me conduciría por aquellos caminos que nunca habría afrontado solo y no me defraudó. Además era paciente. Expuesta a los rigores del verano o al hielo de diciembre, esperaba a que terminasen mis partidos de fútbol o mis interminables cazas de ranas y soportaba con estoicismo mis embates subiendo pendientes o atravesando barrizales. Pero el tiempo avanzó y ella no supo adaptarse a los cambios que provocó en mí. Una patina de soledad la hizo invisible colgada en un rincón al fondo del garaje.

Después llegó una flamante mountain bike con velocidades que conectó con mi parte más aventurera. Hubo más. La de carrera, que transformó las abúlicas mañanas dominicales y soportó los últimos coletazos de mi juventud conduciéndome a la conquista de mí mismo, por carreteras secundarias.

Todas fueron especiales y todas guardo en mi memoria mientras pedaleo en esta que, varada en medio de la sala, suma nostalgia y resta calorías.